Για μένα πάντα θα είσαι η μανούλα της καρδιάς μου

Για μένα πάντα θα είσαι η μανούλα της καρδιάς μου

Γυναίκα, μάνα …

Σαν σήμερα θα έσβηνες άλλο ένα κεράκι στην γλυκιά τούρτα σου κι εγώ θα σε πείραζα όπως συνήθιζα να κάνω και θα σου έσκαγα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο. Η αλήθεια είναι πως πάντα περηφανευόσουν και καμάρωνες, που ημέρα της γυναίκας αποφάσισες να ξεμυτίσεις σε αυτόν τον κόσμο.

Σε ένα κόσμο που δε σου έδειξε πολλές φορές το καλύτερό του πρόσωπο, αλλά που εσύ εκεί στωικά υπέμενες και ήλπιζες ότι κάτι θα αλλάξει.
Με εκείνα τα όμορφα μάτια της ψυχής σου, έβλεπες μόνο το καλό στους άλλους, ακόμα και όταν μέσα σου ήξερες καλά, ότι στο έργο της ζωής σου έδωσαν και πάλι το ρόλο του αδικημένου. Δεν σε ένοιαζε, έλεγες χαλάλι ο πόνος και προχωρούσες με ψηλά το κεφάλι, με αξιοπρέπεια και περηφάνια. Άσχημη κουβέντα δεν άκουσα να βγαίνει από τα χείλη σου ποτέ και για κανέναν, αν και οι αφορμές που σου δόθηκαν πολλές.

Από την άλλη, είχες πάντα ένα καλό λόγο για όλους και μια δικαιολογία για την άδικη συμπεριφορά τους. Το πνεύμα σου δυνατό, η πένα σου ακόμα πιο δυνατή, «έλεγε» όσα με λόγια δεν τόλμησες ποτέ να πεις. Φωνή απαλή, καθάρια, σαν γάργαρο νερό το γέλιο σου ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου. Και ήσουν τόσο όμορφη στα αλήθεια και πιότερο όταν χαμογελούσες, μα δεν το ήξερες, ίσως δεν το’μαθες ποτέ. Αχ !!εκείνο το μεγάλο φωτεινό σου χαμόγελο, βγαλμένο κατευθείαν από την καρδιά. Τη μεγάλη εκείνη καρδιά, που χώραγε όλο μα όλο τον κόσμο.

Η αγκαλιά σου ήταν πάντα ανοιχτή να με δεχτεί, μου θύμιζε φτερούγες που σου χαρίζουν προστασία, ο δικός μου προσωπικός φύλακας άγγελός. Και μου λείπει αυτή η αγκαλιά ακόμα και σήμερα, να ήξερες πόσο μου λείπει. Βράδια ατελείωτα, μέρες περίεργες ακόμα και τώρα σε «μαλώνω», με πείσμα και γινάτι παιδικό, σου «θυμώνω» γιατί δεν είσαι πια εδώ, γιατί δεν έχω που να πάω να κουρνιάσω, δεν έχω που να ξαποστάσω και έχω κουραστεί μαμά.

Μου έλειψες πολύ και ξέρω ότι το ξέρεις. Στα δύσκολα η απουσία σου με διαλύει, μα πιο πολύ στις χαρές δυσβάσταχτο είναι και πάλι το κενό. Στα μάτια μου τα παιδικά ήσουν η πριγκίπισσα του παραμυθιού, που πάλευε μόνη της με δράκους, με μάγισσες και αγρίμια, κι εγώ κρυμμένη κάπου εκεί να προσπαθώ με τα μικρά μου χέρια να σου γιατρέψω τις πληγές, με ένα φιλί και μια αγκαλιά. Το χιούμορ σου αστείρευτο, ανεξάντλητο όμως συνάμα διακριτικό, δεν πρόσβαλες ποτέ και για κανέναν λόγο.

Άνθρωπος της προσφοράς και της συχνής ελεημοσύνης, κρυφά όμως, για να μην σε δουν και σε μαλώσουν, μιας και αυτό που έδινες ήταν από το υστέρημά σου. Κάποιοι την καλοσύνη σου την θεώρησαν αδυναμία. Αδιαφορούσες όμως, δεν ήσουν άλλωστε ποτέ του κόσμου τούτου. Πλάσμα ευαίσθητο, ρομαντικό, τρυφερό! Και που να ήξερες ότι αυτό είναι ένα γονίδιο, που μαζί με τόσα άλλα, περνάει και στις επόμενες γενιές σου. Οι δικοί σου άνθρωποι, έτσι και αλλιώς, διαπίστωσαν τη δύναμη της ψυχής σου στα δύσκολα.

Ήσουν βράχος ακλόνητος και ταυτόχρονα φάρος φωτεινός. Με παιδική ψυχή, αθώα, γλυκιά μα ταυτόχρονα γενναία, λιονταρίσια. Δεν λύγισες ούτε μια στάλα στις στιγμές της αρρώστιας σου, δεν επέτρεψες στον εαυτό σου να κάνει ούτε ένα παράπονο στις στιγμές του πόνου. Μας προστάτευες όλους ακόμα και τότε. Μεγαλείο ψυχής, δοσμένης στο Θεό μέχρι την τελευταία ώρα που αθόρυβα έφυγε να συναντήσει το δημιουργό της. Γιατί για εμένα δεν ήσουν ποτέ μια ακόμα γυναίκα που θα γιόρταζε σήμερα. Γιατί για μένα πάντα ήσουν, είσαι και θα είσαι η μανούλα της καρδιάς μου...