Το «δεν πειράζει» απόψε πειράζει πολύ…

Το «δεν πειράζει» απόψε πειράζει πολύ…

Για τα πρακτικά, η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη…

Πάλι κάνω πίσω. Πάλι καταπίνω το θυμό μου. Πάλι βάζω σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες μου, πάλι λέω «δεν πειράζει».

Πειράζει όμως και πιότερο που πάω να το συνηθίσω.

Έδωσα τόσες πολλές ευκαιρίες σε κάποιους, προσπάθησα να μπω στη θέση τους, να δω τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά, να τους δικαιολογήσω. Το είπα μια φορά, το είπα δύο, το είπα τόσες φορές το «δεν πειράζει», που άρχισε να με πειράζει και μάλιστα πολύ.

Είμαι έτοιμη να καταρρεύσω. Η ψυχή βυθίζεται και πρέπει να ελαφρώσει το φορτίο. Πρέπει να βρω τη δύναμη να προσπεράσω ανθρώπους και καταστάσεις. Να υποστηρίξω τη ζωή μου, όπως θα ‘θελα. Να απαντήσω, να ξεστομίσω αλήθειες που πονάνε στο φίλο, στον αδερφό, στο σύντροφο, στο γείτονα, στον εργοδότη.

Να με υπερασπιστώ. Να πω θαρρετά πειράζει και μάλιστα πειράζει πολύ.

Κουράστηκαν οι σιωπές… με κούρασαν τα συγχωροχάρτια. Αντί να με διεκδικώ με χάνω. Μένω πίσω.

Το «δεν πειράζει» οπλίζει το κενό. Οπλίζει την αδράνεια. Το αγκάθι, το καρφί, το μαχαίρι, ματώνει και πονάει. Η αδράνεια δεν κάνει τίποτα απ’ αυτά. Χώνεται μέσα μου, με σκουληκιάζει και με κατατρώει. Το «δεν πειράζει» απόψε πειράζει πολύ…!!! Μου προκαλεί ασφυξία.

Απόψε η διάθεσή μου αδυνατεί να τεστάρει ξανά τις αντοχές της. Διακόπτει κάθε λογοκρισία αναβολικής σκέψης. Αντιλαμβάνεται πως τίποτα δεν αλλάζει μαγικά. Καμιά υπόσχεση δεν τηρείται από μόνη της και κανένα ανάξιο φέρσιμο δεν τιμωρείται. Αποφασίζει να ισορροπήσει την πλάστιγγα που γέρνει. Η διαδικασία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη…

Κρατιέμαι από το μέσα μου και χτυπάω με λύσσα όλη νύχτα τη σιδερένια εξώπορτα της ανοχής. Ξέρω πως δεν μ’ ακούει κανείς. Αυτή την ώρα η γειτονιά κοιμάται. Η δική μου θέληση όμως μένει ξύπνια και τη διαπερνά. Αγκαλιά μ’ ένα απορημένο πειράζει, να του ψιθυρίζει… «Κοίτα πόσο όμορφα φτερά έχω…»