Μου έλειπες πριν ακόμη συνηθίσω την απουσία σου

Μου έλειπες πριν ακόμη συνηθίσω την απουσία σου (πηγή pixabay)

Μου ελειπες πριν ακόμα συνηθίσω την απουσία σου...

Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, ύστερα οι μήνες και έπειτα τα χρόνια... Άλλαζαν οι εποχές σαν θύελλες ανέμου που σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μα εσύ εκεί!

 Στο μάτι του κυκλώνα κάθε φορά να κινείς εν απουσία σου τα νήματα. Όσο αντιστεκόμουν τόσο πιο κοντά μου ερχόσουν. Όταν παραδινόμουν γινόταν κόλαση. Ένα συνοθύλλευμα αγάπης και μίσους, μαγείας και αυτοκαταστροφής. Πρακτικά δεν κινούσες ούτε το μικρό σου δάχτυλο. Στα άδυτα μονοπάτια της καρδιάς όμως κρατούσες τα σχοινιά από τις μαργιονέτες που απάρτιζαν την καθημερινότητα.

Ήσουν παντού και ας μην ήσουν εκεί. Ας μην ήσουν πουθενά. Εγώ σε έβλεπα. Σε ζήταγα κοντά μου για να πάω στην φλόγα σου. Έτσι συνήθισα να ζω στην απουσία σου και να φορτώνω το μυαλό μου με παλιές χαρούμενες εικόνες. Πεπεισμένη πια ότι δεν θέλω μαζί σου να χτίσω καινούργιες. Απογοητευμένη πια από όλα όσα πάσχισες κάποτε να με κανείς να πιστέψω.

Όντας πια σε θέση να μην πιστεύω τίποτα. Άρχισα κι εγώ να καταστρέφω τον εαυτό μου μήπως και ένα από τα κομμάτια μου σταματήσει να νιώθει την απουσία σου. Ασυνείδητα, αργά και σταθερά οδηγούσα στον δρόμο για την αυτοκαταστροφή με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς να κόβω πουθενά στο πέρασμά μου.

Μέχρι που τα κατάφερα! 

Έσβησα ότι υπήρξε ποτέ από εκείνο το κορίτσι που κάποτε εμπιστεύθηκε και έμεινα με ένα κενό χαρτί έτοιμο να γράψει μια νέα ιστορία. Μα ήμουν τόσο εξουθενωμένη από το σβήσιμο που το γράψιμο δεν άρχισε ποτέ. Ο χρόνος ξανά κυλούσε, όπως τότε, όπως πάντα.

Εσύ, ξανά πουθενά.

Το μικρό αυτό κορίτσι, μεγάλο πλέον, είχε αφήσει μέσα του ένα τεράστιο κενό που δεν μπορούσε κανείς να γεμίσει πια. Έτσι συνήθισα να ζω με την απουσία σου, αλλά μου έλειπες.

Μου έλειπες πριν συνηθίσω ακόμα να ζω με την απουσία αυτή!