Βάλε λίγη μαγεία στη ζωή σου...

Βάλε λίγη μαγεία στη ζωή σου...

Χάζευα τη θάλασσα ένα απόγευμα. Σε ένα νησί. Μια καθημερινή. Οι αποχρώσεις του πορτοκαλί συναγωνίζονταν τις ροζ. Μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν να είναι αντίπαλες και ενώθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό! Κάθε μέρα δύει ο ήλιος θα πεις. Σιγά το νέο. Κι όμως, κάτι είχε να σου πει αυτό το ηλιοβασίλεμα.

Βούτηξες. Είχε κύματα. Πάντα έχει η ζωή. Τα πιο ψηλά, κάλυπταν τον ήλιο (σου) και το τοπίο γύρω σκοτείνιαζε. Αλλά αυτό δε σε πτοούσε. Έβαζες τα δυνατά σου και πέρναγες από πάνω τους. Θα ξεπέρναγες οποιοδήποτε εμπόδιο για να μπορείς να βλέπεις τον ήλιο. Τόσο δυνατό το φως του. Αν πλησιάσεις όμως πολύ, θα καείς. Το ρίσκαρες! Άρχισες να κολυμπάς για να προλάβεις τον ήλιο πριν χαθεί πίσω από το βουνό. Μα δε χάνεται. Απλώς κρύβεται. Νιώθει προστατευμένος πίσω από αυτό το «τείχος»…

Έφτασες στην αντίπερα όχθη. Στη στεριά. Φύσαγε πολύ και κρύωνες. Χωρίς τον ήλιο δίπλα σου, όλα είναι πιο κρύα. Παγώνουν οι αισθήσεις. Παγώνει η γη. Έπρεπε τώρα να σκαρφαλώσεις το βουνό. Θα σκαρφάλωνες κι άλλα δέκα, αν χρειαζόταν, για να τον συναντήσεις. Πάτησες στην κορυφή. Είχε πολύ όμορφη θέα. Αλλά ο ήλιος σου πουθενά. Η θάλασσα είχε γίνει μαύρη. Όπως κι η θάλασσα μέσα σου όταν είσαι μακριά του. Αυτή η θάλασσα μέσα σου… Θέλει να ξεχυθεί. Χείμαρρος τα λόγια σου. Αν βέβαια καταφέρουν να βγουν από το στόμα σου. Γιατί ξέρεις ότι φοβάται το νερό. Φοβάται ότι αν βραχεί θα χάσει τη δύναμή του και μπορεί να σβήσει! Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί μα και τόσο ίδιοι... Ο ήλιος και η θάλασσα.

Το ξημέρωμα σε βρήκε πάνω στο βουνό. Κι ο ήλιος σου, ο στόχος σου, ο μεγαλύτερος και πιο σημαντικός της ζωής σου, ήταν απέναντί σου. Στην άλλη πλευρά. Έπρεπε να βουτήξεις και πάλι στη θάλασσα και να διανύσεις όλη αυτή την απόσταση ξανά. Όμως και πάλι δε θα συντονιζόσασταν. Γιατί πηγαίνατε αντίθετα! Κι όταν θα έφτανες στην άλλη άκρη για χάρη του, αυτός θα βρισκόταν και πάλι απέναντί σου, δύοντας. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθείτε κάπου στη μέση…

Κολύμπησες με τις λιγοστές δυνάμεις που σου είχαν μείνει και έφτασες στα μισά της θάλασσας. Στο σημείο ακριβώς πάνω από το οποίο ο ήλιος είχε σταθεί. Σε φώτισε και ζέστανε το μέρος που βρισκόσουν. Πάντα ένιωθες μια γλυκιά ζεστασιά κοντά του. Δεν του το ‘χες πει. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να μιλήσεις! Σηκώθηκες όρθιος. Πάτησες πάνω στο νερό. Η δύναμη του έρωτα, ναι, σε κάνει Θεό. Ένα μεγάλο κύμα τότε σε σήκωσε ψηλά και άγγιξες τον ουρανό. Ο ήλιος δε σε έκαψε. Κι εσύ δεν τον έβρεξες. Μεγάλο το βήμα αυτό και από τους δυο σας. Ήσασταν έτοιμοι να αλλάξετε ό,τι ενοχλεί τον άλλον.

Εκείνο το απόγευμα, το ηλιοβασίλεμα ήταν πιο όμορφο από ποτέ. Και τα χρώματα που έβαψαν θάλασσα και ουρανό πιο μαγικά από ποτέ.

Λίγη μαγεία στη ζωή μας όλοι τη θέλουμε! Κι αν έχεις την τύχη να τη βρεις, μην την αφήσεις ποτέ να φύγει…

 

Η Μαρία Ιατρίδη είναι εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή: "Χαράζοντας τα σύννεφα" από τις εκδόσεις Πνοή.