Τον αγαπούσε. Την αγαπούσε. Τι πήγε στραβά;

Τον αγαπούσε. Την αγαπούσε. Τι πήγε στραβά;

Είχε ξυπνήσει με κλάματα εκείνο το πρωί.
Τον είχε δει στον ύπνο της.
Όχι σαν εφιάλτη, αλλά σαν το πιο όμορφο όνειρό της.

Ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που της είχε λείψει.
Ή μήπως όχι, σκέφτηκε.
Αναρωτήθηκε αν όλα αυτά τα χρόνια της έλειπε κι απλά τα έβαζε κάτω απ το χαλάκι.

Ίσως να είχε παραμείνει απωθημένο.
Ίσως πραγματικά να της έλειπε.
Μπορεί όχι εκείνος. Μπορεί μόνο οι στιγμές.
Είχε μπερδευτεί κι η ίδια.

Όσο τον είχε στο μυαλό της, τα μάτια της δάκρυζαν.
Ήταν κάτι δυνατό στη ζωή της.
Όπως κι εκείνη στη δική του ζωή.
Ήταν αμοιβαίο. Ήταν αρκετά και τα χρόνια.

Συνέχισε να αναρωτιέται. Τι πήγε στραβά τελικά; Πού έγινε λάθος;
Τον αγαπούσε. Την αγαπούσε.
Δεν κατάλαβε ποτέ ούτε ο ένας ούτε κι ο άλλος γιατί χωρίστηκαν.
Πώς το επέτρεψαν. Εκείνοι που ορκιζόντουσαν για πάντα.

Εκείνοι που είχαν ο ένας τον άλλον.

Ξύπνησε. Σκούπισε τα μάτια της.
Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί και προσποιήθηκε ότι δεν ένιωσε ποτέ.
Μεταξύ τους όμως πάντα θα ξέρουν.