Είσαι γυναίκα και ξέρεις να πονάς

Είσαι γυναίκα και ξέρεις να πονάς

 Ένιωθε, ένιωθε κι απόψε… Άλλο ένα βράδυ που οι σκέψεις της, ταλάνιζαν το μυαλό της, ακατάπαυστα, «γιατί» που την βασάνιζαν και την καθιστούσαν έρμαιο του παραλογισμού της.

Προσπαθούσε να καταλάβει τι έφταιξε και έμεινε να συντροφεύει τη μοναξιά της, να φλερτάρει με την εσωστρέφεια. Ο καλύτερος φίλος της, ο ίδιος της ο εαυτός. Σύντροφος εκλεκτός. Ο χειρότερος εχθρός της,  το μυαλό της, ήταν ολοφάνερο πως μπορούσε να την βλάψει. Τόσο περίεργη, τόσο αυτοκαταστροφική…

  Ήταν πάντα μια μελαγχολική,  αψυχολόγητη φιγούρα. Χιλιάδες γνωριμίες, χιλιάδες φιλίες κι όμως ολομόναχη βάδιζε σε σκοτεινά περάσματα. Ηχούσαν στα αυτιά της άσκοπα άσματα, τα θωρούσε  για περάσματα. Από τότε που έφυγε εκείνος  ξέχασε να ζει, απομακρύνθηκε από όλους κι από όλα, λες και θα τέλειωνε η ζωή της με ένα διαζύγιο. Δεν ήθελε να καταλάβει,  πονούσε, τη ψυχή της τη μασουλούσε το σαράκι.

-Πώς μπορεί να πέταξε τόσα χρόνια γάμου για μια επιπολαιότητα, παντρευτήκαμε για να αποτύχουμε θριαμβευτικά; Γιατί δεσμεύονται οι άνθρωποι, αφού γνωρίζουν ότι η αγάπη πληγώνει; Κοίτα να δεις έχει βγει το σεληνόφως κι όμως είμαι εδώ με τον εαυτό μου. Να σου βάλω ένα ποτήρι κρασί;

 Μην τρομάξεις φίλε αναγνώστη, σε εκείνη μιλάει. Πάντα μονολογούσε. Tο χαρακτηρίζει συζήτηση. O πομπός είναι ο νους της κι ο δέκτης η ψυχή της. Όλα όσα φοβάται να ξεστομίσει, τα πιο μικρά φωλιασμένα της όνειρα, τα δαιμόνια της, τις «Ιθάκες» της, τα  εκμυστηρεύονταν σε εκείνη και σπάνια σε καμιά ξεχασμένη σκονισμένη φωτογραφία αγαπημένων της, που έβρισκε στο θλιβερό υπόγειο. Τι να πεις εξάλλου; 

Ήταν ΓΥΝΑΙΚΑ κι όπως κάθε γυναίκα -έτσι και η ηρωίδα μου-  ξέρει να πονά. Να μεμψιμοιρεί έτσι, για να εκτονωθεί να σπάσει τα δεσμά της!

- Βάλε μου να πιω, να μη λησμονήσω τίποτε απόψε, για ακόμα μία φορά. Κάθε νύχτα βίωνε τον ίδιο εφιάλτη, θυμούνταν…

Θυμόταν τη ζωή της σαν ταινία, σαν μια κακόγουστη πλάκα.

Είναι φρίκη να θυμάσαι, να μην μπορείς να ξεχάσεις τα όσα φώλιασαν στα σωθικά σου. Η θύμηση έγινε πορφύρα στο κορμί της, ήταν πλέον ανίκανη να παλέψει την αρρώστια από τα στήθη της.

Άκουσέ την, αλλά να, ένα πράγμα σου ζητώ μόνο μην την κρίνεις …  Μην την χλευάσεις διόλου και όταν αυτή η μεμψιμοιρία μιλά μέσα σου, μην την περιθωριοποιήσεις, γιατί έχεις και εσύ όπως και αυτή το δικαίωμα να κλαις, να μονολογείς, να αναρωτιέσαι, να ανησυχείς.

Μη ξεχνάς είσαι ΓΥΝΑΙΚΑ, ξέρεις να πονάς.

-Έτρεχα, έτρεχα σ’ όλη μου τη ζωή για το τίποτα. Άσπρες αόρατες φρούδες ελπίδες τα όνειρά μου, καράβια βυθισμένα τα κατορθώματά  μου. Φορτωνόμουν στις πλάτες μου  το φορτίο των άλλων και όλα αυτά γιατί; Για να ‘μαι σήμερα μονάχη σαν το μαραμένο λουλούδι στο λιβάδι. Φυλακισμένη στην ίδια μου τη λογική, κυριαρχούμαι από τα τέρατα που δημιούργησα.

Την άλλη φορά που θα νιώσεις πως το έχεις παρακάνει με την ανιδιοτέλεια σκέψου εμένα, συλλογίσου αυτήν την τρελή που την παράτησαν σχεδόν όλοι, αυτή που φλερτάρει τη μοναξιά. Καλύτερα να βγω,  να φυσήξει  πνοή αλλαγής στο πρόσωπό μου, να φυσήξει μέσα μου… να αλλάξω, να σταματήσω την αδράνεια.

Μη ξεχνάς κάθε γυναίκα αξίζει μια αλλαγή. Είσαι γυναίκα και αξίζεις!