«Ξύπνα Αγάπη, μην με εγκαταλείπεις, μην μ’ αφήνεις μόνη μου σε παρακαλώ τώρα που σε χρειάζομαι», φώναξε σπαρακτικά η Ζωή κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της.
«Ξύπνα και πολέμησε για όλα αυτά που είσαι και δείξε στον Εγωισμό και στην Καχυποψία πως είσαι δυνατότερη από αυτές», συνέχισε να της λέει με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα και θλίψη.
Η Αγάπη είχε δεχτεί πολλά χτυπήματα όλον αυτόν τον καιρό με αποτέλεσμα να πέσει σε κώμα. Προσπάθησε να καταστρέψει όσα είχαν σπείρει στη γη ο Εγωισμός και η Καχυποψία , χωρίς όμως καμία επιτυχία, καθώς είχαν καταφέρει ήδη να ριζώσουν στις καρδιές των ανθρώπων.
Είχε έρθει αντιμέτωπη με τη Ζήλεια και την Κακία, οι οποίες με μεγάλη ευκολία είχαν καταφέρει να αμαυρώσουν την εικόνα της, λέγοντας στους ανθρώπους το πόσο ανόητο είναι να πιστεύουν σε εκείνη, την ίδια στιγμή που εκείνη τους είχε εγκαταλείψει. Ακόμα και η Μοχθηρία και η Μικροπρέπεια τα’ χαν βάλει μαζί της, χαρακώνοντας την όλη ύπαρξή της και οδηγώντας την στην κατάσταση που είναι τώρα. Το τελικό χτύπημα της το’ χαν δώσει η Συμφεροντολογία και ο Ανταγωνισμός, καθώς είχαν καταφέρει να πείσουν όλους πως η Ζωή μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς εκείνη.
Η Ζωή όμως όχι μόνο δεν μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς εκείνη, αλλά είχε πέσει και η ίδια σε κατάθλιψη. Βλέποντας τον κόσμο της που συνεχώς άλλαζε με την Κακία και την Εγωπάθεια να γίνονται σιγά σιγά κυρίαρχες και περισσότερο αγαπητές στους ανθρώπους, τρόμαζε. Αντικρίζοντας το Μίσος και το Ψέμα που συνεχώς επικρατούσαν, είχε χάσει όλες της τις ελπίδες τόσο που και η ίδια είχε αρχίσει να πιστεύει πως όλη αυτή η κατάσταση θα έμενε στάσιμη, ότι οι άνθρωποι χωρίς την Αγάπη θα ρήμαζαν σιγά σιγά και την ίδια.
Από τότε που η Αγάπη έκλεισε τα δυο της τα μάτια όλα τριγύρω είχαν σκοτεινιάσει. Ο κόσμος είχε μετατραπεί σε ένα ερείπιο κι ο ουρανός δεν έλεγε να φωτίσει. Ένα απέραντο μαύρο κάλυπτε όλα τα τοπία, κρύβοντας τα όμορφα και ζωηρά χρώματα που φορούσαν. Η Ελπίδα και η Ευτυχία είχαν κρυφτεί, καθώς ένιωθαν πως δεν είχαν πλέον θέση στη γη. Το Γέλιο καθόταν στο βυθό τον ωκεανών και είχε καλυφτεί από τα δάκρυα της θάλασσας. Όλα είχαν αλλάξει. Όλα τα κομμάτια της Αγάπης είχαν εξαφανιστεί. Δεν έβρισκε κανείς πια ίχνος τους.
«Άνοιξε τα μάτια σου επιτέλους, σε παρακαλώ», φώναζε επίμονα η Ζωή συνεχώς και προσευχόταν να ξυπνήσει κάποια στιγμή η Αγάπη, η οποία έμενε στάσιμη και η κατάστασή της αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. «Ξύπνα γιατί οι άνθρωποι κινδυνεύουν και πιστεύουν πως χάθηκες», της έλεγε.
Μια μέρα η Ζωή, έχοντας εξαντλήσει κάθε προσπάθεια, σκέφτηκε πως αν πήγαινε την Αγάπη κοντά σε κάποια λίμνη, ίσως η αναζωπυρωτική δράση του νερού να της έκανε λίγο καλό και την βοηθούσε να συνέλθει. Έτσι, δίχως δεύτερη σκέψη, αποφάσισε να τη μεταφέρει σε μια λίμνη που υπήρχε εκεί κοντά. Περίμενε με αγωνία μέρες για να ξυπνήσει, ωστόσο η αδράνεια της Αγάπης την έκανε να χάσει και την τελευταία ελπίδα που είχε, μέχρι που άκουσε ξαφνικά τη φωνή της.
«Τι νόμιζες πως έτσι εύκολα θα εγκατέλειπα;», της είπε η Αγάπη και σηκώθηκε πάνω πιο αναζωογονημένη από ποτέ. «Εμείς δε μπορούμε να υπάρξουμε η μια χωρίς την άλλη», συνέχισε να της λέει. «Μη φοβάσαι, θα δείξω σε όσους με αμφισβήτησαν και προσπάθησαν να αλλοιώσουν την εικόνα μου ότι υπάρχω», «θα τους δείξω πως είμαι δυνατότερη από όλους τους».
«Θα δείξω στους ανθρώπους που πιστεύουν πως τους εγκατέλειψα, ότι υπήρχα πάντα στην ψυχή τους».
Όταν άκουσε αυτά τα επαναστατικά λόγια της Αγάπης, η Ζωή χάρηκε τόσο πολύ, καθώς κατάλαβε πως υπήρχε τελικά ελπίδα για να γίνει ο κόσμος της όπως ήταν και πριν. Η Αγάπη εξακολουθούσε να της λέει πως τώρα που συνήλθε θα δείξει σε όλους το πόσο όμορφη είναι η φίλη της η Ζωή κι ότι κανείς μα κανείς δεν χρειάζεται βλέποντας τις δυσκολίες που έχει να τα παρατάει και να μεταμορφώνεται σε κάτι το οποίο δεν είναι. Έπειτα, πριν χάσει άλλο χρόνο, λέγοντας τα τελευταία λόγια της,
«Ο κόσμος με χρειάζεται, τρέχω ευθύς αμέσως να σκουπίσω όλα όσα τον λέρωσαν και να βάλω ξανά τα χρώματά μου, μοιράζοντας καρδιές αγάπης σε όλους», εξαφανίστηκε.