« Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» (Γιώργος Σεφέρης)
Τον τελευταίο καιρό, άνοιξαν θαρρείς οι ασκοί του Αιώλου και γίνονται γνωστά όλο και περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, που από δεκαετίες τα κάλυπτε η σιωπή των θυμάτων και των οικογενειών τους. Η ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων, παιδί θεωρείται κάθε άτομο κάτω των 18 χρόνων, είναι από τα πιο ειδεχθή αδικήματα στα μάτια της κοινής γνώμης, καθώς τα παιδιά αποτελούν ανυπεράσπιστα θύματα.
«.... Η μνήμη έπεσε σαν αχτίδα φωτός, σ’ εκείνο το κλειδωμένο/αραχνιασμένο ερμάρι της ψυχής μου και ανέσυρε καλά κρυμμένα γεγονότα, από εκείνη τη μακρινή εποχή. Μετά, χωρίς να το καλοσκεφτώ, έκανα βαθιά κατάδυση στο χρόνο. Και με ξαναβλέπω δεκαπεντάχρονη να ανεβαίνω τους πέντε ορόφους της παλιάς πολυκατοικίας, κάπου κοντά στο Διοικητήριο, με τα βιβλία των Μαθηματικών στα χέρια, για το ιδιαίτερο μάθημα. Ήμουν καλή μαθήτρια, αλλά στα μαθηματικά χρειαζόμουν βοήθεια για το άριστα. Ο καθηγητής που με ανέλαβε ήταν οικογενειακός γνωστός, ένας σοβαρός οικογενειάρχης με σύζυγο νεαρή φιλόλογο και ένα κοριτσάκι 3 χρόνων, δηλαδή «υπεράνω πάσης υποψίας». Τον πρώτο καιρό ήταν ευγενικός, οικείος αλλά και σοβαρός. Με βοήθησε με τη διδασκαλία του και την μεταδοτικότητα του να αριστεύσω το πρώτο τρίμηνο. Άρχισε να μου λέει πόσο σπουδαία και πόσο ώριμη ήμουν για την ηλικία μου. Είχε καταλάβει το ότι ήμουν ντροπαλή, ανασφαλής και μόνη, χωρίς παρέες. Άρχισε να με επαινεί, στοχεύοντας στην ανάγκη μου για επιβεβαίωση και επιβράβευση. Ήταν μεθοδικός. Άρχισε να αγγίζει ανεπαίσθητα το χέρι μου, μετά με αγκάλιαζε απαλά πλησιάζοντας περισσότερο κοντά μου. Παρατήρησα ότι φρόντιζε να είμαστε μόνοι στο σπίτι, τάχα για να μην μας ενοχλούν. Την προτευλεταία φορά που πήγα προσπάθησε να με αγκαλιάσει φεύγοντας, όμως ξαναπήγα. Εκείνο το τελευταίο απόγευμα, σκοτεινό και κρύο, καθώς ήταν προχωρημένος Δεκέμβρης, ανέβαινα λαχανιασμένη τις σκάλες και φοβόμουν. Μου άνοιξε χαμογελαστός, λουσμένος στο after save. Ήμουν αναστατωμένη, καθόλου συγκεντρωμένη με αποτέλεσμα να κάνω λάθη. Μου είπε: «Δεν πειράζει, μην ανησυχείς. Η εφηβεία φταίει, εγώ θα σε βοηθήσω να διαπρέψεις παντού…». Με αγκάλιασε σφιχτά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Αντέδρασα σπρώχνοντας τον. Άρπαξα μόνο το παλτό μου και το έβαλα στα πόδια. Στα τελευταία σκαλιά κουτρουβαλιάστηκα και στραμπούλιξα το πόδι. Δεν είπα τίποτε στους γονείς μου, αν και ήταν αναγκαίο. Όμως η απόμακρη σχέση που είχαμε, η αυστηρότητά τους σε συνδυασμό με την εσωστρέφειά μου δεν μου το επέτρεπαν. Τους ανακοίνωσα μονάχα, ότι αποφάσισα να διακόψω τα ιδιαίτερα στα μαθηματικά. Μου μίλησαν απαξιωτικά, τονίζοντας ότι δεν με ενδιαφέρει η πρόοδος. Εγώ πάλι, όταν θυμόμουν το στόμα του καθηγητή στο πρόσωπό μου ένοιωθα ντροπή για μένα. Σιωπητήριο λόγω φόβου και ντροπής. Στο τέλος, αναγκάστηκα να το εκμυστηρευτώ σε μια αγαπημένη θεία, γιατί οι δικοί μου με πίεζαν να συνεχίσω. Σταμάτησα τα ιδιαίτερα, αλλά εκείνοι δεν μου είπαν ποτέ τίποτα, δεν με ρώτησαν. Τώρα μετά από τόσες δεκαετίες, με απασχολεί το γιατί επέλεξα τη σιωπή. Εκείνοι τι έκαναν; Δεν το έμαθα ποτέ.».
Η σεξουαλική κακοποίηση των εφήβων, όπως γράφει ο καθηγητής κοινωνιολογίας Ντέιβιντ Φίνκελορ, είναι θέμα εξουσίας, δεν επιβάλλεται με τη βία και δεν σχετίζεται με την παιδοφιλία Εν τούτοις, ο βιασμός ή η προσπάθεια βιασμού της παιδικής αθωότητας τραυματίζει βαθιά και αφήνει σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή και σε πολλές περιπτώσεις οχυρώνεται από τη σιωπή του θύματος αλλά και του περιβάλλοντος.
Η σιωπή μπορεί να σπάσει μόνο αν όταν οι γονείς είναι ουσιαστικά δίπλα στο παιδί τους, ακλουθώντας το διακριτικά, νουθετώντας το και παρεμβαίνοντας όταν είναι ανάγκη. Χρέος των γονέων είναι να φτιάξουν μια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης με ισχυρά θεμέλια. Όταν το παιδί δεν φοβάται την αυστηρότητα, τις αντιδράσεις, την δυσπιστία των γονιών, πρώτα σ’ αυτούς θα τρέξει για να εκμυστηρευτεί οτιδήποτε συμβαίνει. Η οικογένεια είναι η προστασία του και το στήριγμά του. Οι αληθινά παρόντες γονείς είναι οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού. Αυτοί θα εκμαιεύσουν τι συμβαίνει και θα βοηθήσουν στην αντιμετώπισή του.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι δράστες φαίνονται ευγενικοί, καλοπροαίρετοι, έμπιστοι. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πρόσωπα αξιοσέβαστα, που προσπαθούν να χτίσουν σχέση εμπιστοσύνης με τα παιδιά. Επιλέγουν μοναχικά και συνεσταλμένα άτομα, φροντίζουν να αποκτήσουν οικειότητα μαζί τους, τα απομακρύνουν σταδιακά από τους γονείς και τα κερδίζουν ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή τους.
Σήμερα, μια σειρά καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης βγήκαν στη δημοσιότητα. Αυτό σημαίνει ότι πολλά θύματα αναγνωρίζουν και επεξεργάζονται τραυματικές εμπειρίες ξανά και γι αυτό και καταγγέλλουν.
Πρέπει να σπάσει η αλυσίδα της σιωπής. Διαφορετικά, τα παιδιά/θύματα θα μεγαλώνουν κουβαλώντας ντροπή, με θρυμματισμένη αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, φοβίες και θλίψη.