Το πολύχρωμο πουλί που κάποτε έγινε χαρταετός

Το πουλί που έγινε χαρταετός

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί. Είχε φτερά μεγάλα και μακριά πολύχρωμη ουρά. Ω ναι, δε χωράει αμφιβολία, ήταν ένα πολύ όμορφο πουλί...

"Το πιο όμορφο από όλα είμαι, κανείς δεν είναι σαν κι εμένα", περηφανευόταν στα άλλα πουλιά. Και μερικές φορές τα κορόιδευε κιόλας.
"Πώς είστε έτσι;
Έχετε φτερά αλλά όχι σαν τα δικά μου.
Έχετε ουρά αλλά όχι σαν τη δική μου. Κουβαλώ πάνω μου όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου!"

Μια μέρα έκανε το λάθος να κοροϊδέψει ένα κοράκι που βρέθηκε στο δρόμο του. Πετούσαν πλάι πλάι και τον πείραξε για το μαύρο χρώμα του.
" Μαύρος σαν τη νύχτα, καημένε. Πόσο σε λυπάμαι που δεν έχεις τα χρώματα τα δικά μου!"
Μόνο που δεν υπολόγισε σωστά! Το κοράκι, που ήταν στα αλήθεια  ένας κορακομάγος, θύμωσε και αποφάσισε να τον τιμωρήσει!
"Ώστε είμαι άσχημος και μαύρος ε; Δεν ξέρεις να σέβεσαι τη διαφορετικότητα του άλλου, δεν ξέρεις να αγαπάς κανέναν πάνω από τον εαυτό σου. Κάτι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό!"

Το πολύχρωμο πουλί ένιωσε ξαφνικά τα φτερά του αδύναμα κι άρχισε να πέφτει από τον ουρανό. Θα τσακιζόταν άσχημα στο έδαφος αν δε γινόταν την τελευταία στιγμή κάτι μαγικό! Το πουλί μεταμορφώθηκε σε ένα  μεγάλο, πολύχρωμο χαρτί!
Ακούμπησε μαλακά στο έδαφος κι έμεινε να κοιτάει τον εαυτό του!
" Πώς με έκανες έτσι; Πάνε τα φτερά μου! Έγινα ένα κομμάτι χαρτί. Και η ουρά μου; Πώς έγινε έτσι μακριά και άχαρη η ουρά μου;"
"Μην κλαίγεσαι" απάντησε ο κορακομάγος. "Ήμουν καλός μαζί σου, δεν έχασες τα χρώματά σου. Αλλά δε θα μπορέσεις να ξαναπετάξεις!" τον κορόιδεψε.
" Αν βρεθεί κανείς να σε αγαπήσει γι' αυτό που είσαι, ούτε πουλί ούτε χαρτί, τότε μόνο θα ξαναπετάξεις. Αλλιώς πάντα θα παλεύεις να απογειωθείς και μόνο στο χώμα θα βρίσκεσαι. Έτσι θα μάθεις πως δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε το διαφορετικό αλλά να το αγαπάμε γι'αυτό που πραγματικά είναι: διαφορετικό!
Αυτά του είπε και το παράτησε μόνο του! Ούτε πουλί, ούτε χαρτί, με μια μακριά μακριά ουρά! Τι κακό τον είχε βρει στα ξαφνικά!

Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Προσπαθούσε συνέχεια να πετάξει αλλά δεν τα κατάφερνε.
                                   ...

"Μπαμπά κοίτα τι περίεργο αυτό το χαρτί. Μοιάζει με πουλί αλλά δεν είναι ούτε πουλί ούτε χαρτί! Μου το φέρνεις να το δω από κοντά;" είπε ένα παιδί.
Ήταν με τον μπαμπά του στο πάρκο, εκεί ακριβώς που είχε καταλήξει το τιμωρημένο πουλί.
Ο μπαμπάς του το σήκωσε και το έδωσε στα χέρια του γιου του.
" Μοιάζει πουλί αλλά δεν είναι. Μοιάζει χαρτί αλλα δεν είναι. Και πόσο παράξενη η ουρά του. Λες και φτιάχτηκε να πετάξει αλλά δεν μπορεί. Είναι διαφορετικό σαν κι εμένα μπαμπά, που έχω πόδια αλλά δεν μπορώ να περπατήσω" είπε κι ακούμπησε το τιμωρημένο πουλί στα αδύναμα πόδια του.
"Να το βοηθήσουμε να πετάξει μπαμπά; Το αγαπώ έτσι αλλιώτικο που είναι"...
Κι έτσι κι έγινε. Δέσανε ένα σκοινί στην άκρη του τιμωρημένου πουλιού. Ο πιτσιρικάς κράτησε γερά το σκοινί κι ο μπαμπάς του έτρεξε μακριά κρατώντας στα χέρια του το τιμωρημένο πουλί.

Έτρεξε όπως δεν μπορούσε να τρέξει ο γιος του παρά μόνο με την καρδιά. Μια καρδιά που είχε αγαπήσει αυτό το διαφορετικό. Αυτό που δεν ήταν μήτε πουλί μήτε χαρτί. Κι έτσι το τιμωρημένο πουλί μπόρεσε να πετάξει ξανά. Ανέμισε η πολύχρωμη ουρά του και το κορμί του αμολήθηκε στον αέρα.
" Δες μπαμπά, πετάει!" είπε ο μικρός και χτύπησε τα χέρια του από χαρά.
Το τιμωρημένο πουλί πέταξε σαν αετός καμαρωτά στον αέρα. Η τιμωρία του είχε τελειώσει.
 Είχε μάθει το μάθημά του.
Να αγαπάς το διαφορετικό...

Δεν έγινε ποτέ ξανά το πουλί που ήταν. Δεν ήθελε κιόλας!
 Πετούσε πάντα με την αγάπη του παιδιού και καμάρωνε την μακριά, πολύχρωμη ουρά του.

Μήτε χαρτί μήτε πουλί.
Μόν' αετός από χαρτί.
Με την αγάπη δυνατός,
καμαρωτός χαρταετός...