Το παραμύθι της Ζωής.

Δως του κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν'αρχινήσει. (Πηγή Pixabay)

Ένα παραμύθι για τις μαμάδες του ewoman.gr που θέλουν να κάνουν ιδιαίτερα αλλά και διδακτικά τα βράδια των παιδιών τους.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν δάσος των παραμυθιών, ζούσε η μικρή Ζωή.

Ηταν μια τοσοδούλικη νεραιδούλα, με καστανόξανθα μακριά μαλλιά που έπεφταν στο πλάι από τα διάφανα φτεράκια της.

Τα μάτια της ήταν γκριζοπράσινα σαν τα φύλλα των δέντρων το φθινόπωρο και τα χείλη της ροζ , όμοια με ζαχαρωτά.

Η μαμά της ήταν μια πανέμορφη νεράιδα του νερού και μπαμπάς της, ο βασιλιάς του παραμυθένιου δάσους.

Η Ζωή ζούσε ευτυχισμένη πότε στο νερό μαζί με τη μανούλα της και πότε στη γέρικη βελανιδιά, το παλάτι του βασιλιά μπαμπά της. Φίλοι της ήταν όλα τα ξωτικά, οι νεράιδες και τα ζωάκια αυτού του δάσους.

Όλοι την αγαπούσαν κι ο καθένας της μάθαινε και κάτι:

Το αηδόνι να τραγουδά,

το ελάφι να τρέχει πιο γρήγορα κι από τον άνεμο,

τα ξωτικά να χορεύει,

οι νεράιδες του νερού να κολυμπά σα δελφινάκι.

Μα τα πιο πολλά τα μάθαινε από τους γονείς της.

Έτσι ήξερε πως πρέπει να είναι καλό νεραιδάκι, να είναι σωστή με τους φίλους της, να τρώει όλο το φαγητό της και να μην απομακρύνεται πολύ από τη μαμά και το μπαμπά μέχρι να μεγαλώσει αρκετά…

Ο καλύτερός της φίλος ήταν ένας κάτασπρος χνουδωτός λαγός. Κάνανε μαζί μεγάλες χοροπηδηχτές βόλτες, έκοβαν λουλούδια κι έφτιαχναν στεφάνια για τη μαμά της ή έτρωγαν ζουμερά φρούτα του δάσους.

Σε μια μεγάλη βόλτα τους, απομακρύνθηκαν αρκετά από το σπίτι. Έφτασαν σε μια γωνιά του δάσους που δεν είχαν ξαναδεί. Εκεί, ο πάντα κεφάτος λαγός ξεκίνησε ένα καινούριο παιχνίδι.

Ήξερε πάντα πως να τη διασκεδάζει ο φίλος της!

Ξεχάστηκαν όμως και πέρασε η ώρα. Όταν το κατάλαβαν, ξεκίνησαν γρήγορα γρήγορα για το σπίτι. Μα δεν ήξεραν καλά αυτή την πλευρά του δάσους κι έχασαν το δρόμο!

Η Ζωή έβαλε τα κλάματα! Φοβόταν πως θα την μάλωναν που είχε φύγει τόσο μακριά. Κι επίσης πεινούσε πάρα πολύ!! Ο λαγός της είπε να μη φοβάται και της έδωσε να φάει ένα κόκκινο φρούτο, που έβλεπε για πρώτη φορά μα που φαινόταν τόσο νόστιμο! Δυο μπουκιές το έκανε η πεινασμένη νεραιδούλα και ξεκίνησε με το λαγό να βρουν το δρόμο.

Το φρούτο όμως δεν έπρεπε να το φάει χωρίς να ξέρει τι είναι. Πολύ σύντομα άρχισε να πονάει πολύ η κοιλίτσα της. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και δεν μπορούσε να κουνηθεί από τον πόνο. Μήτε τα φτεράκια της μπορούσε να κουνήσει.

Μονάχα ο μπαμπάς της μπορούσε να την κάνει καλά, όπως τους γιάτρευε όλους στο δάσος. Μα ήταν τόσο μακριά από το σπίτι. Αχ έπρεπε να είχε ακούσει τους γονείς της και να μην απομακρυνθεί τόσο πολύ!

Ο λαγός έπρεπε κάτι να κάνει για να σώσει τη φίλη του. Ήταν τόσο δα μικρός και δεν μπορούσε να την πάρει στην αγκαλιά του να τη μεταφέρει…Τότε του ήρθε μια ιδέα!

Έσκυψε στη ρίζα του δέντρου που είχε ξαπλώσει η Ζωή και του ψιθύρισε το πρόβλημα.

Τα φύλλα του δέντρου είπαν στον αέρα πως η Ζωή είχε αρρωστήσει.

Ο αέρας με τη σειρά του το είπε σε ένα μεγάλο ελάφι που έτρεχε στο δάσος.

Με το φύσημα του έδειξε στο ελάφι το δρόμο που έφτασε τρέχοντας στην άρρωστη φίλη του. Την έβαλε στην πλάτη και πιο γρήγορο κι από τον άνεμο την πήγε στο ποτάμι .Δε μπορούσε να την πάει σπίτι της όμως, γιατί είχε αφήσει τα μικρά του ελαφάκια μόνα τους.

Την άφησε στην άκρη του ποταμού και ψιθύρισε στο νερό το πρόβλημα.

Αμέσως εμφανίστηκαν οι νεράιδες του ποταμού, που πήραν στην αγκαλιά τους το λαγό και τη Ζωή και τους μετέφεραν κολυμπώντας στο σπίτι της μαμάς.

Εκεί η Ζωή έπεσε στη ζεστή αγκαλιά της μαμάς της κι ο φόβος της πέρασε. Όμως όχι κι ο πόνος.

Η μαμά νεράιδα ψιθύρισε σε ένα σπουργίτι που περνούσε από κει το πρόβλημα. Κι αυτό έφυγε να πάει να φέρει το βασιλιά. Στο δρόμο το σπουργίτι το είπε και στις μέλισσες, τα αηδόνια, τα τρυγόνια, τα περιστέρια, τους σπίνους, ακόμη και σε έναν μεγάλο αετό! Όλα μαζί τα πουλιά του δάσους έψαχναν να βρουν το βασιλιά τους! Και τον βρήκαν!

Ο μπαμπάς βασιλιάς μόλις έμαθε τι είχε συμβεί, άφησε αμέσως τη δουλειά του και πέταξε στο ποτάμι για να βρει την αγαπημένη του κόρη.

Τη βρήκε να κάθεται στην αγκαλιά της μανούλας της, που της χάιδευε τα μαλλιά και της τραγουδούσε γλυκά .

Όταν η Ζωή είδε το μπαμπά της φωτίστηκε το όμορφο νεραιδομουτράκι της.

Άπλωσε αδύναμα τα χεράκια της και τον αγκάλιασε. Κι αυτός την εσφιξε στην αγκαλιά του συγκινημένος.

Μετά, ακούμπησε το ζεστό του χέρι στο μέτωπό της και ψιθυρίζοντας μερικές λέξεις που η Ζωή δεν κατάλαβε, της πήρε μακριά τον πυρετό και τον πόνο.

Όλα είχαν γίνει όπως πριν.  Ήταν καλά!

Η Ζωή αγκάλιασε τους γονείς της χαρούμενη και υποσχέθηκε πως είχε πάρει το μάθημά της και δε θα ξαναέκανε το ίδιο λάθος! Αυτός ο μεγάλος πόνος είχε επιτέλους φύγει και θα πρόσεχε ώστε να μην ξαναέρθει.

Έδωσε από ένα φιλί στη μαμά και το μπαμπά κι έφυγε τρέχοντας χαρούμενη με το φίλο της το λαγό. Αρκετά είχαν στενοχωρηθεί όλοι. Τώρα μόνο θα χαμογελούσαν αφού θα ήταν σωστό και προσεκτικό νεραιδάκι.

Αααα και παιχνιδιάρικο!

Βλέπεις ο λαγός είχε βρει ένα καινούριο παιχνίδι κι έπρεπε αμέσως να το παίξουν!!!