Είναι κάποιοι άνθρωποι ρε φίλε, παραδείγματα ζωής. Υποδείγματα αξιοπρέπειας και αντοχής. Σύμβολα επιμονής και υπομονής.
Γιατί έχουν μάθει να μετατρέπουν την αδυναμία τους σε δύναμη. Τις ευαισθησίες τους σε αντίσταση. Και την καρτερικότητά τους σε ανοχή. Από ανάγκη και όχι επιλογή. Και είναι αυτοί που σου προκαλούν δέος και θαυμασμό μαζί.
Είναι εκείνοι που η ζωή δεν τους χάρισε τα πολλά και μοχθούν για τα λίγα. Τους χρεώνει με τα δύσκολα και ποτέ δεν τους ξεχρεώνει. Τους δανείζει λιγοστές χαρές και παίρνει τον τόκο από την ψυχή τους. Τους ρίχνει στον πάτο της και κολυμπούν με τα ανταριασμένα κύματά της για να αναδυθούν στην επιφάνεια. Κι όμως με την αξιοπρεπή τους στάση, το αστείρευτο σθένος τους και την άμετρη καρτερικότητα που επιδεικνύουν, γίνονται φάροι που φέγγουν και καθοδηγούν τα σκοτάδια μας.
Ορθώνονται παλικαρίσια σε κάθε λάβωμα. Κάνουν σημαία την πίστη τους και αντιμετωπίζουν με θάρρος τις κακουχίες. Πολεμούν μόνοι στην αρρένα αυτού του κόσμου και δέχονται τις νίκες με ταπεινοφροσύνη. Τις ήττες με περηφάνια. Υψώνουν τη δύναμή τους λάβαρο κόντρα στον άνεμο της μοίρας τους. Και μάχονται ενάντια στα βάσανα που τους έριξε το ριζικό τους. Σφίγγουν τις παλάμες. Τρίζουν τα δόντια στα δύσκολα. Αλλά δεν σταματούν ποτέ να αγωνίζονται. Γιατί γνωρίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να λυγίζουν, αλλά όχι την επιλογή να σπάσουν.
Δε θα τους αντικρύσεις ποτέ να δειλιάζουν. Δεν θα τους ακούσεις ποτέ να λιποψυχούν ή να μιζεριάζουν .Ανταμώνουν με τις ταλαιπωρίες και τους δίνουν να πιουν από τη δύναμή τους. Μεθούν τα βάσανά τους από την ψυχική τους ομορφιά. Πότιζουν από την αντοχή τους τις αγωνίες τους. Φιλεύουν τον πόνο από το μεδούλι της καρδιάς τους. Τον κερνάνε κούπες κρασί βγαλμένες από την ελπίδα και την αισιοδοξία τους. Γίνονται θάλασσες και πνίγουν τις αδυναμίες και τους φόβους τους.
Αναρριχώνται σέρνοντας στις δύσβατες βουνοκορφές της. Και κοπιάζουν σπέρνοντας στις πλαγιές της απόγνωσής τους, τους σπόρους της ελπίδας. Φυτεύουν τις ρίζες της υπομονής στην οντότητά τους. Σκάλιζουν στους βράχους της ζωής τους, τη στωικότητα. Σμιλεύουν στο κουφάρι τους τη θέλησή τους. Και άφηνουν την εσωτερική ομορφιά τους να ανθίσει στις καταιγίδες που σείουν συθέμελα τον ουρανό τους.
Είναι κάποιοι ανθρώποι ρε φίλε, που τα ζεστά τους βλέμματα κρύβουν τις φωτιές στις οποίες έχουν γίνει παρανάλωμα. Τα χαμόγελά τους έχουν τα χρώματα του ουράνιου τόξου, κλείνοντας μέσα τους τα μαύρα σύννεφα που τους σκεπάζουν. Και στα μάτια τους ανάβουν φωτεινές σπίθες, αδιόρατα σημάδια των πυρκαγιών στις οποίες έγιναν στάχτη. Το γέλιο τους πηγαίο. Η χαρά τους αυθεντική. Και η πρόσχαρη όψη τους δε θα σου δώσει ποτέ να καταλάβεις σε πόσα πέλαγα έχουν πνιγεί.
Κι όταν ανοίγει το καβούκι της μοναξιάς τους, κλείνονται μέσα του ερμητικά και γίνονται ένα κουβάρι δάκρυα. Τρυπάνε τις ψυχές τους με τα νύχια τους αποκαλύπτοντας την ανείπωτη κούραση που τους καθηλώνει. Σπαράζουν αντικρίζοντας τους φόβους που ρημάζουν τα σωθικά τους. Τρέμουν από την από την αδυναμία και λυγίζουν μαζεύοντας τα θρύψαλά τους. Κυριεύονται από τις ανασφάλειες και τους φόβους που τους πολιορκούν. Και παλεύουν με τα θεριά τους. Χτυπιούνται όταν κανείς δε τους βλέπει. Ουρλιάζουν από τον πόνο όταν κανείς δεν μπορεί να τους ακούσει. Και αιμορραγούν όταν κανείς δεν αντικρύζει τις πληγές τους.
Είναι κάποιοι άνθρωποι ρε φίλε σε τούτο τον κόσμο, που είναι αναγκασμένοι να στέκονται όρθιοι και αγέρωχοι. Πρότυπα σεβασμού, δύναμης ψυχής και ανεξάντλητης αντοχής. Γιατί δεν είχαν ποτέ την πολυτέλεια να καταρρεύσουν και ούτε τους δόθηκε η επιλογή.