Ο πύρινος θάνατος δεν έχει έλεος, δεν έχει μπέσα κι ανθρωπιά

Ο πύρινος θάνατος δεν έχει έλεος, δεν έχει μπέσα κι ανθρωπιά

Το θανατικό μύριζε φωτιά και η φωτιά θάνατο.

Το γαλάζιο του ουρανού βάφτηκε γκρίζο. Το πράσινο του δάσους χρωματίστηκε κόκκινο. Και όλα σκεπάστηκαν με το μαύρο του πένθους. Φόρεσαν το σκοτάδι της απώλειας και ντύθηκαν με το πέπλο της ανείπωτης τραγωδίας.

Ένα μετέωρο αναπάντητο «γιατί». . Και μία Ελλάδα που δεν θα σταματήσει ποτέ να αιμορραγεί.

Άνθρωποι χωρίς ηλικία, χωρίς όνομα και ταυτότητα, χωρίς εθνικότητα, μονάχα μία ψυχή που έτρεχε να ξεφύγει από τον θάνατο. Να προλάβουν να ζήσουν. Κι αν δεν τους έπεφτε στο μερτικό τους λίγη ζωή ακόμη να μη φύγουν από τούτο τον κόσμο πυρακτωμένοι και φλεγόμενες σάρκες. Να μη φύγουν χωρίς αναγνώριση, χωρίς ένα τελευταίο αντίο, ένα ύστατο αποχαιρετισμό.

Φωνές απόγνωσης, ουρλιαχτά πόνου, κραυγές πανικού έγιναν ένα με τον φόβο και όλα μαζί μία έκκληση απόγνωσης: «Βοήθεια...»

Μα ο θάνατος δεν έχει έλεος ψυχή μου... δεν έχει μπέσα και ανθρωπιά... Κι εσύ τον αντίκρισες κατάματα με τα μικρά αθώα ματάκια σου. Στρέφεις το βλέμμα στον ουρανό με παράπονο μέσα στον πρωτόγνωρο τρόμο. Κρατάς σφικτά το χέρι της πανικόβλητης μάνας σου. Προσπαθείς να πιαστείς από την ελπίδα της. Να ξεδιψάσεις την μικρή σου ύπαρξη από μία στάλα δροσιάς στην πύρινη λαίλαπα που σε κυκλώνει.

Το «γιατί»  σου στέκει μετέωρο ανάμεσα στις φλόγες και το βλέμμα σου καρφωμένο με παράπονο στον ουρανό. Τα όνειρά σου μισά και ανεκπλήρωτα. Τα παιχνίδια σου καμένα και αγνώριστα. Ο κόσμος σου στάχτη κι αποκαίδια. Και ο τρόμος ζωγραφισμένος στο άγουρο πρόσωπό σου. Πολύ μικρός για να φύγεις καμάρι μου, αλλά πολύ μεγάλος για να βιώσεις τη σκληρότητα αυτού του κόσμου.

Το θανατικό μύριζε φωτιά και η φωτιά θάνατο.

Κι εσύ ένας μικρός ήρωας σε ένα τεράστιο ανάξιο κόσμο. Μία αμαρτία που θα βαραίνει πάντα τη δική μας ψυχή. Ταξιδιώτες στον δικό σας παράδεισο, μας εγκαταλείψατε σε μία πύρινη επίγεια κόλαση.