Θα σ’ αγαπώ και όταν γεράσεις...

Θα σ’ αγαπώ και όταν γεράσεις...

«Θα σε αγαπώ και όταν γεράσεις». Νόμιζε πως ήταν ένα ψέμα…

Το κλασικό ψέμα που όλες ήξεραν πως θα έλεγαν οι άντρες τους για μια ζωή. To άκουγε από τον σύντροφό της ανελλιπώς κι αυτή αντί να απαντά,  απλώς σχημάτιζε ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της.  Το ίδιο κάθε φορά!

Για να του επιβεβαιώσει απλά, ότι όλα είναι εντάξει, πως συναινούσε. Πως όντως θα πίστευε πως θα την αγαπούσε μέχρι τότε. Το «ακαθόριστο τότε»  που θα το προσδιόριζε αν ήταν ακόμα μαζί και τις επόμενες δεκαετίες.

Ένα ψέμα, έλεγε στον εαυτό της με βροντερή φωνή, πως αυτό ήταν ένα ψέμα και δεν ήθελε να το πιστέψει με τίποτα. Δεν ήθελε να πιστέψει, γιατί μέχρι τότε, η γοητεία της σιγά σιγά θα έσβηνε. Ρυτίδες θα κατακτούσαν μεγάλο μέρος στο πρόσωπό της. Η σφριγηλότητα του δέρματός της και οι καμπύλες που διαγράφονται στο σώμα της θα χαλάρωναν, θα άλλαζαν μορφή, θα έχαναν την γοητεία τους κι εκείνες. Δεν θα ήταν πια επιθυμητή. Και αυτό φυσικά, την δυσαρεστούσε ιδιαίτερα. Την καταστεναχωρούσε. Δεν θα είχε πια αυτή την αύρα της μοιραίας γυναίκας, που στο πέρασμά της όλοι θα την κοιτούσαν, σαν αποβλακωμένοι, λες και ήταν το πιο όμορφο δημιούργημα που είχαν δει ποτέ στην γη.

Σιγά σιγά θα την πρόδινε ο χρόνος, χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιήσει «καμουφλάζ».

Δε θα μπορούσε να λέει πάντα, πως είναι στα τριάντα πέντε και κάτι ψιλά.

Μια μέρα ο σύντροφός της, το άλλο της μισό, κατάλαβε τι συνέβαινε. Ήταν τόσο απόμακρη, την είχε μάθε πια. Λόγια δε χρειάστηκαν. Την φίλησε, την άγγιξε τρυφερά, με μια διαφορετική κίνηση, «αλλιώτικη», για να τον προσέξει.

Της είπε κοιτώντας την στα μάτια, πως, όταν τα χρόνια θα αποτελούν πια παρελθόν, όταν πετάξουν  πια πολλά ημερολόγια και γεράσουν, μαζί  - αυτό το «μαζί»  της το είπε με έναν τρόπο αλλιώτικο, με μια διαφορετική χροιά στην φωνή του  - θα την αγαπούσε.

Όχι απλά θα την αγαπούσε, αλλά θα την αγαπούσε ακόμα περισσότερο. Γιατί τότε θα περνούσαν τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, μαζί. Θα περνούσαν τα καλά και τα κακά μαζί. Αναντίρρητα μαζί.

Δεν τον ένοιαζε η απώλεια της σωματικής γοητείας. Δεν την ήθελε για τα μαγικά βράδια που θα έκλειναν την πόρτα και θα άλλαζαν κόσμους για κάποιες ώρες ξανά και ξανά. Αλλά αυτό που θα φαινόταν μετά. Η ψυχή της, που ήξερε πως θα ήταν αναλλοίωτη και απίστευτα γοητευτική καθώς και ρομαντική. Αυτό την έκανε διαφορετική από τις υπόλοιπες. Tην καθησύχασε με ένα φιλί πως όλα θα ήταν εντάξει. Πως θα την ήθελε ανελλιπώς.

Mάλλον τα γηρατειά θα ήταν τα χρόνια της υπέρτατης αγάπης, με ένα σωρό αναμνήσεις να κατακλύζουν τη ψυχή της. Δεν τα φοβότανε πια. Κοιτούσε  κάθε μέρα στον καθρέφτη και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το επόμενο φιλί που θα έδινε στο σύντροφό της, στον δικό της άντρα, στο άλλο της μισό.