Εγώ, το δεδομένο σου που έγινε ζητούμενο

Εγώ το δεδομένο σου, που έγινε ζητούμενο

Υπήρξα πάντοτε το δεδομένο σου σε έναν κόσμο γεμάτο ζητούμενα.  Αυτή που θυμόσουν την ύπαρξή της όταν όλοι οι άλλοι σε ξεχνούσαν. H «καβάντζα» σου όταν ξέμενες από αποθέματα. Το «σιγουράκι» που έψαχνες κάθε που ήθελες να επιβεβαιώσεις τις αμφιβολίες σου.

Ένας παλιάτσος στο τσίρκο σου, που σε άφηνε να κλέψεις την παράσταση. Μία άψυχη μαριονέττα που κινούσες με μαεστρία τα νήματά της. Και ένας κομπάρσος που υποδυόταν τέλεια τον ρόλο του, στο θέατρο του παραλόγου σου.

Είμαι εκείνη που έκανες τσάρκες στη ζωή της, κουρελιάζοντας την υπόστασή της.

Αυτή που άφησε τις πύλες της καρδιάς της αφύλαχτες και σου παρέδωσε άνευ όρων τα κλειδιά. Ισοπέδωσε τις άμυνές της για να βρίσκεις διαδρόμους να εισχωρείς στην οντότητά της. Ερήμωσε τον κόσμο της, για να μπορείς να κτίσεις στα χαλάσματά του. Και έκανε την οντότητά της, σημείο αναφοράς σου.
Αυτή που χρόνια ζητιάνευε τα ψίχουλα της αγάπης σου κι εσύ της πετούσες τα απομεινάρια σου.
Εκλιπαρούσε για λίγο από τον χρόνο σου και της έδινες τα υπολείμματά του. Σερνόταν στα πόδια σου και την έκανες  κλωτσοσκούφι.
Που απώθεται στα χέρια σου την ψυχή της και την κομμάτιαζες.
Σου χάριζε τα ομορφότερά της όνειρα και τα χαράμιζες.

Έστρωνε με κόκκινα χαλιά κάθε σου είσοδο στον δρόμο της. Υποδεχόταν με  λάβαρα και τιμές κάθε σου διάβα από τη διαδρομή της. Σε ανέβασε στο βάθρο της υπόστασής της αποδίδοντάς σου φόρους λατρείας. Έβαζε την ύπαρξή της στην «αναμονή» περιμένοντας την επόμενή σου επιστροφή. Και ξεγύμνωνε το είναι της για να ντύσει τις γυμνές σου σάρκες.

Κι εσύ, λαθρεπιβάτης χωρίς εισιτήριο, μπαινόβγαινες απρόσκλητος στο τραίνο της ζωής μου. Ένας παράξενος ταξιδιώτης της καρδιάς μου με απλήρωτα ναύλα. Έφευγες στο πρώτο φύσημα του αέρα κι εμφανιζόσουν στην πρώτη μπόρα. Χανόσουν στις ηλιόλουστες μέρες σου και επέστρεφες όταν έβρεχε ζόρια. Διάττοντας αστέρας που φώτιζε για λίγο τον σκοτεινό ουρανό μου πριν χαθεί. Μια φωτεινή αστραπή, πριν την μεγάλη καταιγίδα που προμηνούσε. Και μία λαμπερή σπίθα, πριν τη αναζωπύρωση της φωτιάς που θα με έκαιγε ξανά.

Κάθε σου αναχώρηση κι ένας μικρός θάνατος.
Ένα κουβάρι δάκρυα και πόνος.
Κάθε σου επιστροφή και μία εφήμερη νότα ευτυχίας και χαράς.
Μία πρόσκαιρη μεγάλη γιορτή.

Εκείνη που φυλούσε τις Θερμοπύλες της αγάπης σου δεν υπάρχει πια. Το καταφύγιο στις καταιγίδες σου γκρεμίστηκε. Το απάνεμο λιμάνι που αναζητούσες να ξαποστάσεις, πριν βάλεις πλώρη για άλλα ταξίδια, χάθηκε. Και η όαση δροσιάς που ξεδιψούσες τον εγωισμό και την φιλαρέσκεια σου, ξεράθηκε.

Τώρα πάνω στα δικά σου ερείπια έκτισε τον δικό της κόσμο. Ζωγράφισε με χρώμα από τις στάχτες σου τον πίνακα της ζωής της. Ξερίζωσε ένα ένα με τα νύχια της τα αισθήματά της για σένα και στη θέση τους τοποθέτησε την αξιοπρέπεια και αυτοεκτίμησή της.
Αντικατέστησε το άψογο οικοδόμημά σου με το όμορφο δημιούργημά της.
Και μέσα από τη δική σου αδιαφορία, αναγνώρισε την αξία της. Ανάμεσα στην εκμετάλλευση και την  αχαριστία σου, ξεχώρισε τη μοναδικότητα της.
Πίσω από το σκοτάδι σου αντίκρισε την εκτυφλωτική της λάμψη.
Ψάχνοντας απεγνωσμένα στα φτωχά σου αισθήματα ανακάλυψε τον εσωτερικό της πλούτο.
Και  τοποθέτησε τον εαυτό της πάνω και πέρα από σένα.

Ο κύκλος έκλεισε. Οι προβολείς έσβησαν. Η παράσταση τελείωσε.
Η αυλαία έπεσε.  Εκείνη έφυγε. Εσύ γύρισες. Αυτή ξέχασε.
Εσύ θα θυμάσαι πάντα.
Και το δεδομένο σου... έγινε ζητούμενο.