Οι πληγές στο σώμα θα επουλωθούν, μα στην ψυχή θα μείνουν ανοιχτές

Οι πληγές στο σώμα θα επουλωθούν, μα στην ψυχή θα μείνουν ανοιχτές(πηγή pinterest)

Με τα ακροδάχτυλά μου, αγγίζω φευγαλέα το μελανό σημάδι κάτω από το μάτι μου. Πονάει ακόμα πολύ, μα πιο πολύ πονάει η για χρόνια λαβωμένη αξιοπρέπεια και περηφάνεια μου. Ένα ακόμη αποτύπωμα πάνω στο σώμα μου, ένα σημάδι της «αγάπης» σου, που έμελλε όμως να γίνει και το τελευταίο.

Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Όλα τα ακριβά προϊόντα ομορφιάς, που κατά καιρούς μου χάριζες, στόχο είχαν μόνο να «καλύψουν» από τα αδιάκριτα βλέμματα,  την καλά κρυμμένη βίαιη και σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα σου. Ευυπόληπτος, ευκατάστατος, υπεράνω πάσης υποψίας. Μα η ωμή βία ποτέ δεν κάνει διακρίσεις, δεν γνωρίζει από εθνικότητα, σύνορα, πλούτη.

Ήταν πάντα έτσι λοιπόν;Ήμουν τόσο τυφλωμένη από έρωτα; Η απάντηση, ένα ηχηρό ναι. Όσο και να προσπαθήσω να ανασύρω κάποιες ευτυχισμένες στιγμές του έγγαμου βίου μας, η προσπάθεια μεταβαίνει άκαρπη. Το μυαλό αρνείται πεισματικά να δώσει άλλα ελαφρυντικά και να ωραιοποιήσει μια αρρωστημένη κατάσταση. Ποτέ δε θα ξεχάσω το πρώτο σου χτύπημα. Παραμονή των γενεθλίων μου. Η αφορμή, ασήμαντη. Η γεύση από το αίμα στο στόμα μου, μπερδεύτηκε με την αρμύρα των δακρύων μου. Έμεινα για ώρες στο ίδιο σημείο που με άφησες, ξέπνοη, μουδιασμένη, χαμένη. Όταν γύρισες, ήσουν πάλι ο άνθρωπος που ερωτεύτηκα. Γλυκομίλητος, τρυφερός, μετανιωμένος. Μια φωνή μέσα μου ούρλιαζε να μην σε εμπιστευτώ, αλλά επέλεξα να την αγνοήσω. Λάθος μου.

Για κάθε έκρηξη δικής σου βίας, εγώ ήμουν η αιτία. Εγώ και η αχάριστη συμπεριφορά μου. Δεν αναγνώριζα την προσφορά σου, κυρίως σε υλικά αγαθά. Ήμουν αυθάδης. Είχα το θράσος να ξεστομίσω την άποψη μου, να εναντιωθώ στην δική σου, να νιώσω ισάξια με εσένα. Το σπίτι μας, μετατράπηκε σε χρυσό κλουβί, που μου στερούσε το οξυγόνο. Κάθε μέρα πνιγόμουν όλο και πιο πολύ. Και να ήταν μόνο η σωματική βία… Όχι δεν σταμάτησες εκεί. Με εξευτέλιζες, με πρόσβαλες, με μείωνες σε κάθε ευκαιρία. Είχα απομονωθεί από φίλους και γνωστούς. Δεν άντεχα τα συγκαταβατικά τους βλέμματα, γεμάτα λύπηση. Η γειτονία μίλαγε, όσο και αν τα ρούχα μου, έκρυβαν επιμελώς τα σημάδια στο κορμί μου. Τα κλειστά παράθυρα δεν ήταν ικανά να καλύψουν τις φωνές σου και τα ουρλιαχτά μου.

Όταν γεννήθηκε ο γιος μας, μια ελπίδα έλαμψε μέσα μου. Φαινόταν να έχεις ηρεμήσει. Και πάλι λάθος. Ήταν απλά η γαλήνη πριν την καταιγίδα. Η οργή σου έβραζε στα κατάβαθα της μαύρης ψυχής σου, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό. Δεν θυμάμαι καν την αφορμή. Το μένος σου ανελέητο, ανεξέλεγκτο. Τα έβαλες με το ίδιο σου το παιδί. Και τότε έγινε το θαύμα. Σαν να ξύπνησα από χρόνιο λήθαργο. Με είχες μετατρέψει σε άβουλο πλάσμα. Με κινούσες όπου ήθελες σαν σπασμένη μαριονέτα. Το παιδί όμως δεν θα το άγγιζες ποτέ ξανά. Η απόφαση είχε παρθεί, ακαριαία, αστραπιαία. Τέρμα! Θα φεύγαμε για πάντα. Στο πέταξα στα μούτρα. Η φωνή μου βγήκε σταθερή, βαθιά με σιγουριά μέσα από το στήθος. Η αντίδρασή σου… Δεν θέλω να τη θυμάμαι, φοβήθηκα στα αλήθεια ότι ήρθε το τέλος μου. Ένα τέλος, που χρόνια περίμενα με ανακούφιση. Όμως τώρα, έπρεπε να παλέψω για να ξεφύγω από εσένα. Με κόπο σηκώθηκα στα τρεμάμενα πόδια μου, σε κοίταξα ίσια στα μάτια και σταμάτησες. Το ένιωσες. Το παιχνίδι είχε τελειώσει.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου ένιωσα φόβο για το άγνωστο, μα ήμουν σίγουρη ότι θα τα καταφέρω. Νιώθοντας το τρυφερό χέρι του γιου μου, να πιάνει το δικό μου, γέμισα με ελπίδα. Οι πληγές στο σώμα θα επουλωθούν, μα στην ψυχή μου θα μείνουν ανοιχτές, να μου θυμίζουν τα λάθη μου.

Χαμογέλασα. Χρόνια είχα να χαμογελάσω έτσι αβίαστα. Και ήταν η πιο όμορφη καμπύλη, που χαράχτηκε στα χείλη μου και έφτασε ίσαμε την καρδιά.