My babyday: Ένας σύλλογος, μωρέ, για ταλαίπωρες μάνες δεν υπάρχει;

My babyday: Ένας σύλλογος, μωρέ, για ταλαίπωρες μανάδες δεν υπάρχει;

Με λένε Στεύη και είμαι μαμά. Κι αυτό είναι το ημερολόγιό μου. Είναι οι ιστορίες της καθημερινής μου τρέλας με το μωρό στο σπίτι. Γιατί ναι, δε σας το είπα, είμαι μωρομάνα. Βοήθειά μας.

Βλέπεις ένα χαριτωμένο μωρουδάκι. Είναι ροδαλό και τριανταφυλλένιο, κουνάει χεράκια, ποδαράκια κι εσύ τρελαίνεσαι.
Και ξαφνικά, σάμπως να το καβαλούν δαιμόνια, η φάτσα του σφίγγεται, κοκκινίζει κι ανοίγει το στόμα.
Κι εσύ ξέρεις πως μόλις υπέγραψες την καταδίκη σου.
Κλάμα φίλε, κι όποιος αντέξει.
Αυτό ναι, εσύ πάλι, όχι...

Ο δικός μας είχε βγάλει όνομα στο νοσοκομείο. Άπαξ και τα έκανε ή πεινούσε, η χάρη του ξεπερνούσε τα ντουβάρια του ορόφου μας. Και φυσικά, αυτό το "τι χαριτωμένα που κλαίει" που λέγανε για άλλα μωρά, εμείς δεν το ακούσαμε ποτέ. Αφενός γιατί κάποιος που σέβεται το κάρμα του δεν πρόκειται να πει τέτοιο καραμπινάτο ψέμα.
Αφετέρου, γιατί κι αν κάποιος τρομερά ευγενής βρισκόταν να το πει, ποιος θα τον άκουγε;
Η σειρήνα του μικρού κάλυπτε τα πάντα.

Δυο μήνες μετά, η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί. Το αντίθετο μάλιστα.
Τα πνευμόνια δυνάμωσαν, περάσαμε και το πεντόκιλο -ζωή νάχουμε-, οπότε βάλτε με το νου σας τι γίνεται σε κάθε κλάμα.
Έχω τον μικρό αγκαλιά και τσιρίζει στο αυτί μου, ο μπαμπάς του και που μου μιλάει δεν ακούω, οι παππούδες που ακούν ανεβάζουν πίεση και οι γείτονες, όπως το έχουμε επανειλημμένα πει, μαζεύουν υπογραφές. Ο μικρός πάλι την καταβρίσκει με το χάος και δίνει πόνο. Κυριολεκτικό και μεταφορικό, καθώς όμοια με γάτα, ακονίζει τα νύχια του στα μούτρα μου -ένας σύλλογος μωρέ για τις κακοποιημένες μάνες δεν υπάρχει;-

Τον πρώτο καιρό το κλάμα είχε αιτία προέλευσης. Τα έκανε, πείνασε, βράχηκε, κολικός.
Τα έπαιρνες με τη σειρά, κάτι θα έβρισκες.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πέραν των κλασικών αιτιών, έχουμε και κάτι ακόμη.
Το "γιατί μπορώ και σε χορεύω".

Με αυτό το κλάμα το καμάρι μας βγάζει γούστα.
Δε θέλω καρότσι, θέλω αγκαλιά.
Δε θέλω ριλάξ θέλω τσάρκα με το καρότσι και καπάκι αγκαλιά -ναι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πιασμένη πλάτη της μανούλας.

Στην αρχή ξεκινάς να ψάχνεις τι έχει το παιδί. Εξαντλείς τις βασικές αιτίες, δοκιμάζεις μετά φόβου Θεού και το θερμόμετρο και μένεις να τον κοιτάς.

Δεν έχεις λόγο μάγκα μου να κλαις, του λες.
Νομίζεις, σου απαντάει και συνεχίζει τον χαβά του.
Δε θα σου περάσει βρε κιορατά, ξαναλές
Πάμε στοίχημα; σου απαντάει και αλλάζει ύφος.
Κλαίει ακόμη αλλά με μια παραπονεμένη φάτσα που σε κάνει να νιώθεις ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο.
Τώρα το κλάμα του σπάει πέραν των τυμπάνων σου και την καρδιά σου σε μικρά μικρά κομματάκια.
Είναι ζήτημα καθαρά αντανακλαστικών το για πότε θα βρεθεί ο μπόμπιρας στην αγκαλιά σου.
Και φυσικά με το που παρκάρεται στη γούβα του λαιμού, του περνάνε όλα.
Κι εκεί ξέρεις ότι σε έχει πιάσει κορόιδο, ο τέντυ μπόης. Κοιμίζεις την Μπουμπουλίνα που τόλμησε να ξυπνήσει μέσα σου, ισιώνεις όσο μπορείς την πλάτη σου -που έχει καμπουριάσει από την ταλαιπώρια κακομοίρα μου-, οπλίζεσαι με κουράγια και του κάνεις τα χατίρια.

Κάθε ηρωισμός κι επιθυμία αντίστασης έχει καταπνιγεί εν τη γεννέση της. Τα κόκαλα της Μπουμπουλίνας κάπου θα τρίζουν αλλά αυτή είχε να αντιμετωπίσει μόνο ένα ασκέρι τούρκικο. Όχι ένα μωρό που κλαίει...

Και κάπως έτσι, ο αγώνας λήγει με γκολ από τα αποδυτήρια...
Τέντυ Μπόης vs Χιλιοταλαίπωρος γονιός, σημειώσατε 1.
Γιατί, είπαμε, μπορεί...