Οι Μάγισσες της Σμύρνης στο Παλλάς: Αξίζει να το δεις;

Οι Μάγισσες της Σμύρνης στο Παλλάς: Αξίζει να το δεις;

Υπερπαραγωγή, έλεγαν όλοι και ναι, όντως είναι!  Πλούσιος θίασος, πλούσια σκηνικά και κοστούμια, μια δαπανηρή παράσταση στο καλύτερο θέατρο της Αθήνας, μεγάλα ονόματα ηθοποιών, δημιουργών και συντελεστών… όλα αυτά σε προδιαθέτουν ότι το ακριβό εισιτήριο θα «αξίζει τα λεφτά του».   Ισχύει όμως αυτό, τελικά;  

Το βιβλίο της Μάρας Μεϊμαρίδη παίζει να το αγόρασα αν όχι την πρώτη μέρα, ίσως τις πρώτες-πρώτες μέρες, ίσα που είχε βγει από το τυπογραφείο, από καθαρή «σύμπτωση» -αν δεχτούμε ότι υπάρχουν συμπτώσεις. Περίμενα το τρένο στον υπόγειο της Ομόνοιας κι αν θυμάστε καλά -οι άνω των 40- υπήρχε εκεί ένα σημείο που πωλούσε περιοδικά και βιβλία.  Έτσι όπως χάζευα τα εξώφυλλα, μου έκανε εντύπωση αυτό το μαύρο με την άσχημη γυναίκα φάτσα-κάρτα και μετά αφού είδα και τον τίτλο… «κόλλησα»! Έδωσα τα τελευταία μου λεφτά, το πήρα και το ρούφηξα μέσα σε λίγα 24ωρα. Μαγεύτηκα!!! Σιγά-σιγά όλες οι φίλες είχαμε το βιβλίο, την τράπουλα και ό,τι άλλο πουλιόταν στο όνομα της Κατίνας. 

Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, αλλά η αγάπη μου για αυτό το έργο έμεινε ανεπηρέαστη. Έτσι λοιπόν, με αγάπη στην καρδιά, πήγα να δω την παράσταση.  Είχα όμως την ανησυχία, πως μια τόσο όμορφη κοπέλα -με φυσικό κάλλος-  όπως η Σμαράγδα Καρύδη, μπορεί να υποδυθεί μια εκ φύσεως άσχημη γυναίκα, όπως ήταν η Κατίνα.

Εκεί, σκέφτηκα, φαίνεται η υποκριτική δεινότητα, όταν καλείται ο ηθοποιός να υποδυθεί κάτι που δεν είναι. Η ανησυχία μου επιβεβαιώθηκε ήδη από τα πρώτα λεπτά της εμφάνισής της στη σκηνή καθώς ούτε μία στιγμή δεν ήταν «μέσα» στον ρόλο, ούτε μία στιγμή δεν ένιωσα να το «ζει». Ήταν τόσο πρόδηλα διεκπεραιωτική που ήταν ενοχλητικό. Ακόμα και το τσιφτετέλι που υποτίθεται ότι με αυτό σαγηνεύει τον υποψήφιο δεύτερο σύζυγό της Κωνσταντίνο Καραμάνο, ήταν κρύο, άκομψο, με κινήσεις σπασμωδικές και απείχε παρασάγγας από τον σαγηνευτικό χορό που όλοι ξέρουμε.

Την Αττάρτη την είχα λατρέψει στο βιβλίο και φανταζόμουν επιβλητική την παρουσία της και δεν σας κρύβω πως σαν να την φοβόμουν και λίγο. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, κυρίαρχη σαν καλλιτεχνική προσωπικότητα μεν, σαν ρόλος όμως δεν ανταποκρινόταν στον χαρακτήρα της Αττάρτης και η αρθρωτική δυσκολία της χαλούσε την ατμόσφαιρα ώρες-ώρες και μείωνε την βαρύτητά της. 

Οι ανδρικοί ρόλοι εξυπηρετήθηκαν πολύ καλά από τους ηθοποιούς, ο χαρακτήρας της Δέσποινας ήταν η νότα του χιούμορ που χρειαζόταν το έργο και η Νικολέττα Βλαβιανού ως Φούλα, όπως και η Μαρία Αντουλινάκη ως γειτόνισσα Βασιλεία, ήταν απολαυστικές σε κάθε κομμάτι του ρόλου τους.

Η Μαρία Καβογιάννη στον ρόλο της Ευθαλίας είναι ξεχωριστή και τόσο υπέροχη, αληθινή, ζωντανή και εκφραστική. Έχει το μοναδικό χάρισμα να παίρνει τον κάθε ρόλο που υποδύεται και να τον φέρνει στα μέτρα της, να τον κάνει δικό της και να τον αποδίδει τέλεια. Είναι η πνοή και η καρδιά της παράστασης!

Η Δανάη Μπάρκα, ως μετεμψύχωση της Κατίνας, δεν έπεισε καθόλου! Θεωρώ ατυχή την επιλογή της για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου ρόλου. Σαν ηθοποιός δεν ήταν κακή, αλλά ούτε το στυλ της ούτε η εμφάνισή της, ούτε και τα ρούχα που επέλεξαν για εκείνη ήταν ιδανικά για το προφίλ της.  

Το δεύτερο μέρος της παράστασης, τρέχει λίγο και ίσως να χάνεται κάπως ο θεατής, να μην του είναι σαφές το τί γίνεται, αλλά η διάρκειά της είναι ήδη πολύ μεγάλη και δικαιολογώ αυτή τη συμπύκνωση των γεγονότων προς το τέλος, αλλιώς θα χρειαζόταν επιπλέον αρκετός χρόνος – πράγμα απαγορευτικό.

Η σκηνοθετική ματιά του καταξιωμένου Σταμάτη Φασουλή πιστεύω ότι εκμεταλλεύτηκε όπως πρέπει το ταλέντο της σκηνογράφου του Αθανασίας Σμαραγδή και της ενδυματολόγου του Ντένης Βαχλιώτη, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα  ειδυλλιακή σε κάθε σκηνή (με τη μοναδική εξαίρεση που ανέφερα παραπάνω).

Το έργο δίνει μια χαρτογράφηση της τότε κοινωνίας, των κοινωνικών στρωμάτων, της κουλτούρας και της κατάστασης της τότε εποχής, των σχέσεων, της οικογένειας αλλά και την έννοια της γειτονιάς σε μέρη απόμακρα από την Ελλάδα αλλά τόσο στενά δεμένα με τη ψυχή και τη συνείδηση του ελληνισμού. Η σκηνοθετική ματιά βλέπει την γυναίκα Κατίνα σαν πολυμήχανο θηλυκό, που αποζητά την επιβίωση και την επιβεβαίωση της ισχύος της, μέσα από την ερωτική σαγήνη και την έξη της προς το μεταφυσικό που καλεί ως σύμμαχο στα έργα της, αποκαλύπτοντας στο τέλος το βαρύ τίμημα για την επιλογή της αυτή.

Με το βλέμμα του θεατή -και όχι του κριτικού- που έχει αγαπήσει την Κατίνα, όπως τη γνώρισε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, θα σας πω ότι είναι μία παράσταση πλούσια, η οποία προσπάθησε να μεταφέρει στον θεατή μια ιστορία μέσα από το ζωντανό παράδειγμα της ζωής αυτής της γυναίκας.  Ναι! Δεν πήρα τα μάτια μου ούτε στιγμή από τη σκηνή, όχι επειδή με μάγεψε το θέαμα, αλλά η ίδια η υπόθεση του έργου, έτσι όπως την ήξερα και την είχα αγαπήσει.
Αν αποφασίσετε να το δείτε,  θα περάσετε καλά, αλλά μην έχετε μεγάλες προσδοκίες.