My babyday: Ένα ξενύχτι είναι λίγο, πολύ λίγο!

My babyday: Ένα ξενύχτι είναι λίγο, πολύ λίγο!

Με λένε Στεύη και είμαι μαμά. Κι αυτό είναι το ημερολόγιό μου. Είναι οι ιστορίες της καθημερινής μου τρέλας με το μωρό στο σπίτι. Γιατί ναι, δε σας το είπα, είμαι μωρομάνα. Βοήθειά μας.

Ξενυχτάς στα νιάτα σου, με τσάρκες, φίλους και δε συμμαζεύεται. Περνάς όμορφα, ταλαιπωρείς το κορμί σου αλλά ξέρεις ότι την άλλη μέρα θα έρθεις στα ίσα σου με λίγο παραπάνω ύπνο.
"Θα βγαίνω", λες,
"θα πίνω και λόγο δε θα δίνω. Μήπως έχω άλλωστε κανα παιδί να ταΐσω;"

Κι εδώ είναι που κάνει το μεγάλο μπουμ το Σύμπαν και σου λέει: "Μίλα εσύ, λέγε κι άλλα τέτοια γουστόζικα. Θα σε γλεντήσω εγώ στο μέλλον..."

Κι όντως σε γλεντάει.
Σου σκάει το πιτσιρίκι εκεί που έχεις κουραστεί από τα πολλά ξενύχτια κι από τις πίστες προτιμάς να γλεντάς με Παπαδόπουλο τα Σάββατα και στις 12 τσούπ ξάπλα για δωδεκάωρο ύπνο. Και δεν είναι ότι σου έρχεται επίσκεψη ένα Σαββατόβραδο οπότε θα φας την ταλαιπώρια και την επόμενη μέρα θα στρώσεις επιδερμίδα.

Ο μουσαφίρης, το μωρό ντε, κατσικώνεται για τα καλά στο σπίτι και δεν το κουνάει ρούπι. Ούτε εσύ εδώ που τα λέμε, αλλά αυτό δε σε πολυπειράζει. Άλλο είναι που σε πειράζει.
Αυτό το ξενύχτι ρε παιδί μου, σε γονατίζει.

22:00: Τρώει και μέχρι να φέρεις μια γυροβολιά το νοικοκυριό που έχει γίνει ανακατωμένος ο ερχόμενος, ξυπνάει και ξαναπεινάει.
01:00: Ξαναταΐζεις. Μέχρι εκείνη την ώρα μια κούραση την έχεις αλλά δεν έχει ιδρώσει ακόμη το αυτί σου. Όταν κόλλαγες με το Casa de Pappel κι έβλεπες τρία τρία τα επεισόδια μες στο μαύρο σκοτάδι πώς άντεχες; Αυτό σκέφτεσαι και αφού ταΐζεις, κοιμίζεις, λες να την πέσεις σιγά σιγά. Η ώρα πλησιάζει δύο και κάτι. Ακόμη και τον προφεσέρ θα είχες από ώρας χαιρετίσει στο Netflix. Ξαπλώνεις το έρμο το κορμάκι σου δίπλα στο πορτ μπεμπέ.
Κι εκεί στη γλυκιά τη γλάρα, κλάμα...
Η ώρα είναι μόλις 02.20.. Μπα, λες, παράκουσα. Αμ δε... Το κλάμα συνεχίζεται. Σηκώνεσαι.
Κουνάς λίγο, δεν πιάνει. Κουνάς περισσότερο, δεν πιάνει. Ε δε θα το βάλεις και σε τροχιά, το σηκώνεις.
Ψαχουλεύεις το φορμάκι, τίποτα. Ψαχουλεύεις παραμέσα, υγρασία καμιά.
Μυρίζεις πωπουδάκι εξωτερικά. Ώπα και σε τσακώσαμε μάγκα, λες.
Βουρ για άλλαγμα. Το εντεράκι έχει αδειάσει και η πάνα έχει γεμίσει μέχρι τα μπούνια.

Πλένεις, ντύνεις, ξανακοιμίζεις. Και η ώρα αισίως είναι 03.17.
Λιποθυμάς στο κρεβάτι. Το κλάμα του σε ξυπνάει στις 03:50. Πεινάει.
Ξαναταΐζεις, αλλάζεις την κατουρημένη πάνα, τσεκάρεις όλα τα ενδεχόμενα. Κοιμίζεις. Αμ δε... Ξύπνησε για τα καλά και το μάτι γαρίδα. Βρε καλέ, βρε χρυσέ, τίποτα.
Δοκιμάζεις νανούρισμα. Τζίφος.
Δοκιμάζεις ροκιά, εξακολουθεί η γαρίδα κι ετοιμάζεται να ζητήσει και μπύρα. Τον έφερες στο κέφι.
Εν τέλει κι αυτό με δυσκολία, κοιμάται με νησιώτικο. Περί ορέξεως τι να πεις κι εσύ; Αρκεί που κοιμήθηκε.
Η ώρα είναι πια 05:30.

Πέφτεις κι εσύ. Από το πορτ μπεμπέ ακούγονται κάτι αγκωμαχητά, κάτι χέρια σηκώνονται αλά σούπερμαν στον αέρα, ένας λυγμός σε σηκώνει. Τον κοιτάς, ήρεμος κοιμάται. Παράκουσα σκέφτεσαι ξαναξαπλώσεις.
Ξανά κλάμα. Ξανασηκώνεσαι. Και πάλι κοιμάται ήσυχος. Τι στο καλό σκέφτεσαι; Τα αυτιά μου κάνουν πουλάκια;
Τρίτο κλάμα και πετάγεσαι απάνω να προλάβεις να τον πιάσεις στα πράσα. Αλλά πού; Πάλι κοιμάται κι αυτή τη φορά έχει σκάσει κι ένα στραβό χαμόγελο, τύπου τσεκάρω τα αντανακλαστικά σου μάνα...Μπορείς και καλύτερα...

Τα υπόλοιπα είναι απλά μαθηματικά. Στις 6 ξανά φαΐ και άλλαγμα. Η μέρα έχει φέξει και σου λέει τώρα δεν κοιμάμαι, θέλω παιχνίδι. Κι εσύ όρεξη για παιχνίδι δεν έχεις προφανώς, αλλά τι να κάνεις ένεκα η καταραμένη η ανάγκη. Βάζεις και πάλι άσματα ηρωικά και καταλήγετε να κοιμηθεί στο "σφύριξε χαρούμενα μπορείς, δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής".

Αυτός, βεζίρης στο χαλιφάτο, μια χαρά τη βλέπει τη φωτεινή πλευρά της ζωής. Εσύ θυμάσαι την ύβρη που κάποτε διέπραξες στο Σύμπαν και του ζητάς συγχώρεση. Κι αυτό, μεγαλόψυχο καθώς είναι, σου ρίχνει λίγα ψίχουλα ελέους.

Πάνω στη βόλτα που τον κάνεις στις 7 το πρωί, ξυπόλητη, ξεμαλλιασμένη και με μάτια θολά, κι αυτός με το μάτι καρύδι κοιτά τα πολύφωτα λες κι ανακάλυψε δεν ξέρω κ γω τι, έρχεται το γλάρωμα. Δεν πιστεύεις στην καλή σου τύχη. Κάποιο λάκο έχει η γλάρα σκέφτεσαι και εξακολουθείς τη βόλτα. Και ναι ρε φίλε, εκεί στις 7.40 ο μπαγασάκος όχι μόνο κοιμάται, ροχαλίζει κιόλας. Αποφάσισε να στρώσει επιδερμίδα ή μήπως φορτίζει για νάχει αντοχές για τα επόμενα; Φοβάσαι να απαντήσεις...
Δίχως να το πολυπιστεύεις, ξαπλώνεις κι εσύ. Ευχαριστώ Σύμπαν λες και η ώρα είναι 7.50.
8:15 χτυπάει το ξυπνητήρι. Μην παίρνεις και πολλά θάρρητα, σου απαντάει το Σύμπαν.
Μια νέα μέρα ξεκινά...