Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα και εκκωφαντικά και εκεί που ευχόμουν να μπορέσω να το αγνοήσω ως συνήθως και να ζήσω ήρεμα και φυσιολογικά τη στιγμή, τσουππππ σκάει ένα τιμολόγιο στα χέρια μου και θυμάμαι πως είμαι στην δουλειά.

Αποδείξεις, ακυρώσεις και επιστροφές, πριμ και δείκτες απόδοσης, τηλέφωνα και μέιλ μαζί με δάνεια και κάρτες περνούσαν αδιάκοπα μπροστά από τα όμορφά μου μάτια (δεν το λέω εγώ ότι είναι όμορφα, η μαμά μου το λέει) και ο πονοκέφαλος ξεκινούσε το καθιερωμένο του ταξίδι για το δεξί ημισφαίριο του κρανίου μου. Τότε κοίταξα μπροστά μου τον υπολογιστή και πήρα την μεγάλη απόφαση, θα κάνω κάτι με την άδειά μου. Κάτι πέρα από το να κοιμάμαι τέσσερα μερόνυχτα, να περιδρομιάσω ότι έχει και δεν έχει το ψυγείο και μετά να επεκταθώ στα ντουλάπια. Θα πάω ένα ταξίδι στο εξωτερικό.

Μια που το αποφάσισα, μια που βρήκα οικονομικά εισιτήρια, μια που όλα άρχισαν να μπαίνουν στη σειρά σαν κομμάτια ενός καλοφτιαγμένου πάζλ. Η άδεια συνέπεσε με αυτήν της κολλητής, το σπίτι στις Βρυξέλλες ήταν ανοιχτό για εμάς εκείνη την περίοδο και η άλλοτε βροχερή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, τύγχανε ηλιοφάνειας εκείνες τις ημέρες. Τα εισιτήρια αγοράσθηκαν σε χρόνο dt και ένα ένα τα άγχη έφευγαν από πάνω μου. Η βαλίτσα αντί να με απασχολήσει μια βδομάδα πριν και να βάλω μέσα και το πορτατίφ (όπως κάθε γυναίκα που σέβεται τον υπερβολικό εαυτό της πριν από ταξίδι), ετοιμάστηκε το προηγούμενο βράδυ αφήνοντας μάλιστα χώρο και για τα ψώνια από εκεί.

Με το που πάτησα τα Βέλγικα εδάφη και ένιωσα το τσουχτερό κρύο να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου, ήμουν σίγουρη πως είχα λάβει τη σωστή απόφαση: Αυτό το ταξίδι άξιζε!

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Η πρώτη μέρα πέρασε ήσυχα και καταναλωτικά, ψωνίζοντας στο εμπορικό δίπλα στο σπίτι και δοκιμάζοντας μπέργκερ με τις περίφημες ‘Φριτ’ την βέλγικη δηλαδή μετάφραση για τις πατάτες τηγανιτές. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως ο κόσμος μπορεί να λατρεύει τόσο τις πατάτες. Ουρές τουλάχιστον ενός μέτρου στα ανυπόστεγα ‘φριταδικα’ σε -3 βαθμούς κελσίου, για να αγοραστούν στο χέρι πατάτες τηγανιτές στη λαδόκολλα με ποικιλία από σος. Το εθνικό τους φαγητό σου λέει (μαζί με τις βάφλες στις οποίες θα επανέλθω σε λίγο). Σε κάθε γωνία και ένα μαγαζί αποκλειστικά με πατάτες (σαν τα δικά μας σουβλατζίδικα σκεφτείτε το) το οποίο πάντα έσφυζε από κόσμο. Η τιμή από 2 έως 4 ευρώ και η τέλεια γεύση, έκανε τις φριτ να αποτελούν την πιο προσιτή και νόστιμη επιλογή για μεσημεριανό στους δρόμους του Βελγίου.

Ομοίως και το δεύτερο εθνικό φαγητό, η βάφλα, που όμοιά της δεν έχεις ξαναφάει σου λέει και δικαίως. Σε παρόμοια επίπεδα τιμών και δοθείσα στο χέρι, κάθε δυο φριτάδικα, τσουππππππ και ένα βαφλάδικο (μαγαζί με βάφλες ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ) που λένε και στο χωριό μου. Βάση βάφλας και επικάλυψη με ότι τραβάει η ψυχή σου, από φράουλες σαντιγύ και καραμέλες μέχρι καραμελωμένα αμύγδαλα με σος από κεράσια! Πανικός!

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Μόλις ικανοποίησα και τον ουρανίσκο μου στους γευστικούς παραδείσους της Ευρώπης, μπόρεσα να θαυμάσω απερίσπαστη τις ομορφιές της πόλης. Ένα μαγικό τοπίο, παρόμοια με αυτά που βλέπεις στις ταινίες εποχής, απλώθηκε μπροστά μου και έμεινα εμβρόντητη να κοιτάζω κτίρια και γειτονιές που πάντρευαν το παραδοσιακό με το σύγχρονο, το γραφικό με το φουτουριστικό και όλα αυτά με τέτοια συνοχή που δεν είχα ξαναδεί στα είκοσι τρία μου χρόνια. Θα μπορούσα να πω πως μου θύμιζε λίγο την Σκωτία (εάν είχα πάει ποτέ), με τέτοια αρχιτεκτονική πάνω στα πλακόστρωτα δρομάκια της.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Επισκεπτόμενος κανείς την γκραντ πλας (κεντρική πλατεία) ερχόταν αντιμέτωπος με το δημαρχείο των Βρυξελλών που έμοιαζε σαν να βγήκε μόλις από παραμύθι του μεσαίωνα, ενώ ακριβώς δίπλα, το κτίριο που στέγαζε τα starbucks και το hard rock cafe, έμοιαζε με πρόσοψη καλοφτιαγμένου μουσείου. Τότε αισθάνθηκα μια κάποια θλίψη για της ανεκμετάλλευτες ομορφιές που έχει η πατρίδα μου, μα την ξεπέρασα γρήγορα.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Βρήκα στο δρόμο μου το μουσείο σοκολάτας που με τράβηξε σαν μαγνήτης, καθώς και το μουσείο μόδας και δαντέλας που σαγήνευσε το βλέμμα μου και ενθουσίασε την γυναίκα μέσα μου.

 

Περπάτησα στην στοά Gallery royal st. Hubert , έναν στεγασμένο εμπορικό δρόμο, διαμορφωμένο σε μιαν άλλη εποχή για να κάνουν τα ψώνια τους οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας όταν τους κατέβαζε η άμαξα στο κέντρο. Μέσα γεμάτο μαγαζιά με σοκολάτες, αλλά και κάποιες από τις πιο ακριβές μάρκες του κόσμου. Θέατρα, καφετέριες και κινηματογράφοι σκιαγραφούσαν την εικόνα ενός πολιτισμού αξιοθαύμαστου και ζηλευτού, σχεδόν ανέγγιχτου από την διαφθορά και την ασυδοσία, παραδομένου στο κλίμα μιας εκλεπτυσμένης νοοτροπίας ζωής. Υπέμεινα το κρύο και την συννεφιά και ικανοποίησα την αγάπη μου για την εξερεύνηση του αγνώστου. Σαν να είδα έναν άλλον κόσμο μέσα σε λίγες μόνο μέρες.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

 

Οι εργασιομανείς Βέλγοι, ζούσαν για τις δουλειές τους όλο το πρωινό, έκλειναν όμως αυστηρά μετά τις 6 το απόγευμα όλα τους τα τεφτέρια και αφιέρωναν πολύτιμο οικογενειακό χρόνο στο σπίτι. Δείγμα νυχτερινής ζωής δεν υπήρχε, μα εάν πήγαινες σε μια παμπ νωρίς το απόγευμα θα σου καλυπτόταν η ανάγκη για έξοδο και αλκοόλ ελαφριάς μορφής, έως τις 10 το βράδυ. Με το πρώτο φεγγαρόφωτο να βγαίνει, καταστήματα και επιχειρήσεις είχαν κάνει τέτοιο τζίρο που δεν είχαν πια ανάγκη να δουλέψουν. Εάν έβαζα έναν χαρακτηρισμό θα την έλεγα ‘πόλη της αφθονίας’ με τέτοια υπερκάλυψη αναγκών που παρείχε.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες

Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό να επιστρατεύσω τις οικονομίες μου και να μετακομίσω μόνιμα εκεί. Μα εάν μαγεύτηκα τόσο από το πρώτο αυτό ταξίδι, σκέφτηκα πόσες χώρες του κόσμου που έχω αφήσει ανεξερεύνητες θα έχουν ακόμα να με μαγέψουν με τις ομορφιές τους. Τότε κατάλαβα γιατί ο Δαλάι Λάμα είπε κάποτε : «Μια φορά το χρόνο πήγαινε κάπου που δεν έχεις ξαναπάει ποτέ.»

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες