Με τρομάζουν οι άνθρωποι που χαμογελούν ψεύτικα…

Με τρομάζουν οι άνθρωποι που χαμογελούν ψεύτικα…

Περισσότερο από τους ανθρώπους που δε χαμογελούν, με τρομάζουν οι άνθρωποι που χαμογελούν ψεύτικα.

Αυτοί που φορούν τη μάσκα τους κάθε πρωί και τότε μόνο ξεπορτίζουν, κρύβοντας καλά κάθε αμηχανία, αδυναμία και κόμπλεξ!

Δε συναντάς πια, πρόσωπα μ’ αληθινά χαμόγελα, στο δρόμο. Μόνο μάσκες που γελούν παγωμένα. Προσωπεία ανέκφραστα με ζωγραφισμένα κρύα  χαμόγελα, σέρνουν μαζί τους, αιχμάλωτα κορμιά, κενά από συναισθήματα και ανθρωπιά, που περιφέρονται άσκοπα ως «ομοιώματα ανθρώπων», ανικανοποίητα και έρμαια της απληστίας τους.

Θλίψεις κρύβονται πίσω από ψεύτικα χαμόγελα κι ανθρωπόμορφες σκιές περικλείουν όλο το ψέμα της ζοφερής πραγματικότητάς τους σ’ ένα «όλα καλά» που σ’ απαντούν βιαστικά και συνεχίζουν την πορεία τους προς τη δυστυχία…

Άβουλα κορμιά, ταγμένα να θυσιάζουν «θέλω» στο κυνήγι μιας «παρ’ ολίγον ευτυχίας».

Καίνε όνειρα με προθυμία, για να φωτίσουν τα σκοτάδια τους και να ζεστάνουν την παγωμένη ψυχή τους…

Ανικανοποίητα κι αχόρταγα ζητούν πάντα κάτι παραπάνω απ’ όσα έχουν κι όσα κι αν αποκτήσουν, ποτέ δεν είναι αρκετά…

Όλο κάτι κυνηγούν, όλο κάτι τους λείπει! Τρέχουν, χωρίς να ξέρουν που θέλουν να φτάσουν!

Δεν απολαμβάνουν! Δε ζουν!

Μόνο τρέχουν, να προλάβουν μια δήθεν ευτυχία σε «ενδιαφέρουσα» κατάσταση, που όμως εγκυμονεί το τέρας της δυστυχίας τους.

Μαριονέτες φανταχτερές,  φτάνουν μέχρι εκεί που τους επιτρέπουν οι γυαλιστερές αλυσίδες τους κι απότομα σταματούν και με απάθεια περιμένουν να πέσει η αυλαία για να σωριαστούν κατάχαμα…

Υπαρκτές σ’ ένα θέατρο παραλόγου, μόνο.

Παπαγαλίζουν τα λόγια που τους αναλογούν, κρυμμένες πίσω από τη σιγουριά της μάσκας. Κι ύστερα στοιχίζονται και παίρνουν τον πιο εύκολο δρόμο.

Οι δρόμοι για την αποξένωση και την απομόνωση έχουν ασήματες διαβάσεις.

Προτεραιότητα έχει πάντα ο πιο βιαστικός να φτάσει…

Η πιο πολυσύχναστη οδός είναι της Αδιαφορίας! Παρόλο που οδηγεί σε Αδιέξοδο, όλο και περισσότεροι αδαείς  εγκλωβίζονται στις φάλαγγές της. Αποχαυνωμένοι, οδηγούν στα τυφλά με συνταξιδιώτη τους το «τίποτα» και προορισμό το «πουθενά».

Κι όλα μένουν ίδια, όσο μένουμε αδρανείς.

Όσο χαμογελάμε μηχανικά στις μάσκες, τόσο αυτές θα υπάρχουν και θα υποκρίνονται!

Θα πληθαίνουν, όσο τις ανεχόμαστε.

Όσο κυνηγάμε τη «δήθεν ευτυχία», τόσο θα εξασφαλίζουμε αδιέξοδα και τη δυστυχία του ανικανοποίητου!

Δε μ’ αρέσει ο κόσμος μασκαρεμένος!

Φυσάει πολλή «υποκρισία» και παγώνω!