Κι η ζωή τραβάει τον δρόμο της

Μια χαμηλή πτήση στο σούρουπο της ζωής

 «Πολύ σιωπηλά είναι όλα κι η σιωπή είναι καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της τη χαρά. Αλλιώς τη φοβάμαι »

Κοίταξε ξανά το κόκκινο πουκάμισο με τα ανάγλυφα λουλούδια. Το χάιδεψε με το βλέμμα και το κρέμασε προσεκτικά στην κρεμάστρα, την ποτισμένη με το άρωμά της. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι αντίκρισε τη γκρίζα ομορφιά του συννεφιασμένου σούρουπου. Αγνάντεψε το λιμανάκι κι ένοιωσε ένα σφίξιμο. Αραγμένα  τα καράβια σαν τα όνειρά μου… σκέφτηκε. Ένιωθε τα μάτια της να καίνε απ’ τα δάκρυα. Πριν από λίγο είχε προβάρει το αγαπημένο της κόκκινο πουκάμισο. Καθώς κοίταζε στον καθρέφτη το είδωλό της χαμογελώντας ματαιόδοξα, -τρομάρα της- ήρθε το μήνυμα. Το μήνυμα της ανώμαλης προσγείωσης ή μήπως της ελεύθερης πτώσης; Μια φλασιά την επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν έχασε στιγμή. Φόρεσε βιαστικά φόρμα και μποτάκια, άνοιξε την εξώπορτα, τρέχοντας κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε να βαδίζει με δρασκελιές.

Όλη τη μέρα βρισκόταν σε συναισθηματική υπερδιέγερση. Για την ακρίβεια εδώ και δυο μήνες ζούσε σε ένα παράλληλο σύμπαν. Η ψυχή της είχε αρχίσει να πετά στα ουράνια. Η εμφάνιση του φίλου απ’ τα παλιά και η επανασύνδεση μέσα από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης έδωσε χρώμα και άρωμα και ταυτόχρονα αποδιοργάνωσε την τακτοποιημένη της ζωή. Μια ζωή άοσμη, αποστειρωμένη και μοναχική,   είχε αλλάξει εντελώς. Εκείνη μια μεσόκοπη και βάλε, μεταμορφώθηκε ανομολόγητα σε κοριτσάκι που η καρδιά του πεταρίζει. Κάθε μέρα πρόσμενε με εφηβική ανυπομονησία τα μηνύματα του φίλου της.
Στην πραγματικότητα, ένας μακρινός γνωστός ήταν, που τη βρήκε από το πουθενά. Έδωσε όμως χρώμα στη ζωή της, καθώς τη γέμιζε με σήματα ερωτικά και υποσχέσεις αγάπης. Έχουν άραγε, -σκεφτόταν- οι μεγάλες γυναίκες ξεμπερδέψει οριστικά με τον κύκλο τους; Έχουν τελειώσει; Δε θα μπορούσε ο κύκλος αυτός να αποκτήσει ένα διαφορετικό νόημα; Στην αρχή αντιστάθηκε η λογική της, μετά ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της ν’ αγαπηθεί, να αφεθεί, που στο τέλος τον πίστεψε. Ήταν νεώτερός της τουλάχιστον δεκαπενταετία, ένας άνδρας καλοβαλμένος, λιγάκι λαϊκός για τα γούστα της, αλλά είπε «δε βαριέσαι» κι αφέθηκε. Άρχισε να βγαίνει μαζί του, παραμυθιάστηκε κι αυτό που ζούσε της άρεσε πολύ. Ένιωθε πως ζωντάνεψαν όλα τα κύτταρά της.

Από νωρίς το απόγευμα βρισκόταν σε μια ένταση, καθώς διάλεγε προσεκτικά τα ρούχα που θα φορούσε απόψε, στο ραντεβού. Είχε αρχίσει να πιστεύει  ότι ακόμα και στο σούρουπο της ζωής ο έρωτας μπορεί να σου χτυπήσει την πόρτα. Εκείνη άνοιξε τη δική της διάπλατα και η αλήθεια είναι πως την  κράτησε ανοιχτή μέχρι τη στιγμή που ήρθε το μήνυμα απ’ τον αγαπημένο της που της ζητούσε  χρήματα. Το είχε ξανακάνει και τις προάλλες, μεταξύ σοβαρού και αστείου, έτσι υποθετικά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Σήμερα όμως ήταν επιτακτικά παρακλητικός: «Χρειάζομαι 3.000 μέχρι αύριο. Οπωσδήποτε»,
«Αγάπη μου δεν έχω τόσα χρήματα», «Είναι ανάγκη, προσπάθησε» και ύστερα απειλητικός: «Μην έρθεις χωρίς τα χρήματα».  Εκείνος, άνεργος, μικροαπατεώνας, που έμαθε να ζει προσφέροντας έρωτα σε μεσόκοπες και βάλε. Πουλούσε χαρά ψεύτικη με αντάλλαγμα χρήματα. Μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως τα χρωστά; Μήπως όντως τα χρειάζεται και τον αδικεί; Έβγαλε το κόκκινο πουκάμισο και το κρέμασε στην κρεμάστρα. Το αγαπημένο της, με τ’ ανάγλυφα λουλούδια που της πήγαινε πολύ.  Και μέσα της συγκρουόταν η λογική με το άρρωστο συναίσθημα.  Πόλεμος αληθινός. Όμως η κυρία μπορεί να άρχισε να γερνά, όμως δεν μεμψιμοιρεί. Η ζωή συνεχίζεται, λέει….

Χειμώνας ήταν και νύχτωνε νωρίς. Ησυχία, ερημιά κι υγρασία που την περόνιαζε. Προσπαθούσε να σταματήσει τις σκέψεις της που έτρεχαν άταχτες κι ύστερα ξαναγύριζαν στο κεφάλι της. «Πού πας;» αναρωτήθηκε. «Τι πήγαινες να κάνεις; Γιατί τόση αφέλεια;». 

Ερημιά στην παραλία. Ελάχιστοι μοναχικοί  περιπατητές κυκλοφορούσαν, κάποιοι παλαβοί - σαν κι αυτήν- και δυο ζευγάρια σφιχταγκαλιασμένα που ζαχάρωναν. Ανατρίχιασε απ’ τον αγέρα της θάλασσας που της ανακάτευε τα καλοχτενισμένα μαλλιά. Έμπαινε και πάλι στη διαδικασία επαναπροσδιορισμών.  «Και τι έγινε; Δε θα τα βάψω μαύρα», είπε παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού. Το σπίτι της την υποδέχθηκε ζεστό και φιλόξενο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο αντίκρισε το κόκκινο πουκάμισο. Το ξεκρέμασε με ηρεμία και το τοποθέτησε στη σακούλα της ανακύκλωσης. Ύστερα άνοιξε τον υπολογιστή και διέγραψε όλα τα κακώς κείμενα. Μια «ιστορία αγάπης»  μπήκε στον κάδο ανακύκλωσης. Ένιωθε μια παράξενη γαλήνη επιστρέφοντας στην καινούργια μοναξιά της, για να συνεχίσει να ζει κόντρα σε κάθε προσδοκία. «Μια χαμηλή πτήση ήτανε μονάχα. Μια χαμηλή πτήση, στο σούρουπο της ζωής» ψιθύρισε χαμογελώντας με θλίψη.

Κι η ζωή τραβάει το δρόμο της.