Στη ζωή σου ν’ αναζητάς πάντα ανθρώπους-λιμάνια

Στη ζωή σου ν’ αναζητάς πάντα ανθρώπους-λιμάνια

Στη ζωή σου ν’ αναζητάς πάντα, ανθρώπους - λιμάνια.

Να ψάχνεις πάντα εκείνους που παραμένουν σταθεροί και ακλόνητοι μπροστά στα άγρια κύματα και δεν τους τρομάζουν. Ακούνε τις σειρήνες του μυαλού σου και δεν δειλιάζουν. Παλεύουν με τα θεριά σου και καταφέρνουν να τα δαμάζουν. Στέκονται φάροι ακοίμητοι στις μπόρες σου, για να σε οδηγήσουν σε ήρεμες και απάνεμες στεριές.  Εκπέμπουν φως από τα εσώψυχά τους, για να καθοδηγούν τις διαδρομές σου. Και αναγνωρίζουν τον πόνο στα μάτια σου, πίσω από το πλατύ χαμόγελό σου.

Αυτούς που γίνονται ολάκεροι ένα λιμάνι για να υποδεχτούν τη  ψυχή σου, κάθε που ανταριάζει. Κάνουν την ύπαρξή τους καταφύγιο στις καταιγίδες σου. Μετατρέπουν την ελπίδα τους σε βάρκα και σε παρασύρουν μακριά απ’ ό,τι σε πλήγωσε. Κάνουν την αισιοδοξία τους  καράβι και σε απομακρύνουν απ’ ό,τι σε πόνεσε. Φτιάχνουν πυξίδα με τα όνειρά σου, για να σε ταξιδέψουν σε νέες θάλασσες. Γίνονται το υπόστεγο στις μπόρες σου, το δεκανίκι στις αδυναμίες σου και ο ίσκιος που σε προστατεύει από το λιοπύρι.

Κι όταν ο κόσμος σου βουλιάζει, γίνονται η σωσίβια λέμβος σου. Σου απλώνουν το χέρι, όταν οι αντοχές σου σε εγκαταλείπουν για να αναδυθείς στην επιφάνεια. Γίνονται μια μεγάλη, ορθάνοιχτη αγκαλιά, όταν η καρδιά σου ξεπαγιάζει από το κρύο. Σκουπίζουν τα δάκρυά σου με γυμνές τις παλάμες. Σκεπάζουν με ένα τους χάδι απαλά τη ψυχή σου. Ζεσταίνουν τις παγωμένες σου μέρες με το βαθύ καθάριο τους βλέμμα.

Και είναι πάντα εκεί. Μικρά, ταπεινά λιμανάκια να υπομένουν καρτερικά τα άγρια κύματα. Χωρίς προβολείς και επιδεικτικές φωταγωγήσεις. Χωρίς πολυτελή υπερωκεάνια και μεγάλα πλοία, δεμένα στις λιτές τους αποβάθρες. Αφανή και μοναχικά. Απόμακρα και απόμερα. Μακριά από την πολυκοσμία και τον όχλο. Δεν επιζητούν την κοσμοσυρροή. Δεν προσβλέπουν στους συχνούς ταξιδιώτες. Αντίθετα, επιδιώκουν να φιλοξενούν τους κατατρεγμένους και ταλαίπωρους ναυαγούς αυτής της γης. Να ανακουφίζουν τους κουρασμένους και βρεγμένους επισκέπτες.

Θα τα βρεις πάντα στολισμένα με ένα τεράστιο ουράνιο τόξο στον καταγάλανο ουρανό τους. Με ένα βαθύ μπλε της θάλασσας καθρεφτισμένο στο σκαρί τους. Και ένα ούριο αεράκι να συνοδεύει μόνιμα τη θερμή τους αύρα.

Είναι αυτοί που τους έριξε η ζωή στα βαθιά και βγήκαν στην επιφάνεια. Πάλεψαν με τα μανιασμένα κύματα και ξεβράστηκαν σε άγνωστες πατρίδες. Πέρασαν μέσα από τις Συμπληγάδες πέτρες τους και κατάφεραν να ξεφύγουν. Δεν τους παρέσυρε το μελτέμι τούτης της πλάσης. Δεν τους σκλήρανε το αγιάζι της. Δεν τους αποδυνάμωσαν οι πληγές από τα χτυπήματα στους βράχους της.

Μάζεψαν με τα κουρασμένα τους χέρια μία-μία τις πέτρες τούτου του κόσμου και έφτιαξαν ένα απάνεμο τοπίο στη ψυχή τους. Οι δικοί σου άνθρωποι-λιμάνια. Αυτοί που είστε φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Καμωμένοι από την ίδια στόφα. Και θαλασσοδαρμένοι από τους ίδιους ωκεανούς. Και αυτοί που αναζητάς πάντα για να ξαποστάσεις το κουρασμένο σου σκαρί, ανάμεσα στα ταξίδια του κόσμου σου.