Εμείς χάσαμε, γιατί δεν ξέραμε. Ούτε εγώ να πονάω, ούτε εσύ να σ’αγαπούν

Εμείς χάσαμε, γιατί δεν ξέραμε. Ούτε εγώ να πονάω, ούτε εσύ να σ’αγαπούν

Πότε σε γνώρισα, πότε έζησα μαζί σου τόσα χρόνια, πότε σε έχασα. Αναπολώντας τις στιγμές μας, νιώθω σαν να μην σε είχα ποτέ. Σαν να μην ξημέρωσε καμία αυγή πλάι σου. Σαν να τα φαντάστηκα.

Κι όμως. Είναι ήδη δώδεκα χρόνια από τη στιγμή που με πλησίασες. Δεν πληρούσες τα standards μου. Χαχα, πόσο αστείο ακούγεται. Όταν σε χτυπήσουν τα μυτερά εκείνα βελάκια, σκίζονται ψυχές, καρδιές και λογικές. Με προσέγγισες φιλικά. Μπορεί να σου μιλούσα και για άλλους όταν καθόμασταν πάντα με ένα κρασί κάτω στη φλοκάτη δίπλα στο τζάκι σου. Αχ, αυτή η γωνιά μας. 20 τετραγωνικά βίλας στην ψυχή μου. Όλα τα πλούτη του κόσμου εκεί. Διεκδίκησες σθεναρά τον έρωτά μου. Πάνω που είχα πει ότι απλά θα παίζω με τους άλλους. Και μέρα τη μέρα σε έκανα κομμάτι μου. Όλοι λέγανε ότι δεν μου ταίριαζες. Εγώ όμως γελούσα μαζί τους. Ίσως ήμουν τόσο ερωτευμένη, πρώτη φορά στη ζωή μου.

Ταξίδια, θάλασσες, αγκαλιές , παρέες. Γέμιζες ότι είχαν αφήσει όλοι κενό. Ήμουν η πρώτη γυναίκα που αγάπησες. Όσο και αν μου αφιερωνόσουν, πάντα κάτι κρατούσες μέσα σου για να με κάνεις να τρέχω να σε φτάσω. Μέσα όμως σε όλα, μοιραζόμασταν μουσικές, στιγμές, αναρίθμητα γέλια και πειράγματα. Κοιμόμασταν μαζί, σχεδόν από τον πρώτο μας μήνα. Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Κάναμε έρωτα που θα ζήλευαν στις πιο ερωτικές ταινίες του κόσμου. Ενδιάμεσα σε έπιασα να ακουμπάς άλλη, να κοιτάς άλλη. Ίσως και να πηγαίνεις και με άλλη. Παρακαλετά, συγνώμες, κλάμα στα πατώματα, λουλούδια στο αυτοκίνητο, μουσικές αφιερώσεις και γυρνούσα. Ήξερα ότι κλαις από ψυχής. Ήξερα ότι δεν ήθελες  να με χάσεις ποτέ. Απλά ακολουθούσες τη φύση σου. Ίσως ενδιάμεσα και εγώ να ξενοκοίταξα. Έτσι για τον πόθο μου. Αυτόν που μου στέρησες τα τελευταία δύο μας χρόνια. Τότε που θεώρησα ότι αντάρες είχαν έρθει στην ψυχή σου ή στο κορμί σου και πάλευα να σε βοηθήσω. Και μου πέταγες καθημερινά την θηλυκότητά μου στα σκουπίδια.

Και άρχισα να ντρέπομαι για τον ίδιο μου τον εαυτό. Νευρίαζα, πληγωνόμουν, θύμωνα, τσίριζα και καταλάγιαζε και πάλι απ’ την αρχή. Το πάλεψα. Το πάλεψα πολύ. Δεν ξέρω τι περίμενα να αλλάξει. Δεν ξέρω αν πραγματικά, θα γινόμασταν ποτέ όπως στην αρχή. Τα πράγματα σοβάρεψαν, γονείς και πιέσεις μπήκαν στη μέση και εν μία νυκτί δεν σου ανήκε τίποτα δικό μου. Μάζεψα τις δεκάδες σακούλες πραγμάτων και συναισθημάτων μου και έφυγα. Ήλπιζα μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο ότι θα έρθεις να με κρατήσεις. Όμως αυτά γίνονται μόνο σε αεροδρόμια σε καλογυρισμένες πιασάρικες Αμερικάνικες ταινίες.

Μετακόμισε το κορμί μου. Μόνο το κορμί μου. Δεν επικοινωνήσαμε για μήνες. Δεν είχε νόημα άλλωστε. Γνώρισα τον επόμενο. Και έκατσα μαζί του όχι από έρωτα. Ακριβώς για το αντίθετο. Ήταν ο άνθρωπος που δε θα με ταλαιπωρούσε ποτέ ξανά, λόγω έρωτα. Με φροντίζει, τον θαυμάζω, τον εκτιμώ, τον αγαπώ, τον ποθώ. Αλλά δεν είναι εσύ. Εσύ ίσως με έστελνες στην κόλαση με τον καιρό. Και εγώ δεν έχω γεννηθεί για εκεί. Ροζ παραμύθια ονειρεύτηκα, με νεράιδες, δελφίνια και πριγκίπισσες. Δεν μου είχαν πει ποτέ οι γονείς μου για δράκους, φωτιές και καζάνια. Ήταν ωραία, ήταν σέξυ ήταν παθιασμένα, αλλά όχι για πολύ.

Μετά γίναν μέγγενες που σου σφίγγαν το λαιμό μέχρι να καταφέρεις να πάρεις  την τελευταία σου ανάσα πριν αποδημήσεις αιώνια.  Και τώρα κρατώ την δική μου πριγκίπισσα αγκαλιά. Μου μοιάζει ξέρεις. Κάθε μέρα με μαθαίνει ότι μπορώ να αγαπάω όλο και περισσότερο. Δεν ξέρω πόσο παραπάνω θα την λάτρευα, αν είχε μέσα της κύτταρά σου και δε με νοιάζει κιόλας. Εγώ την κόρη μου θα την διδάξω να αγαπάει, θα της δείξω σύννεφα που θα βάζει στόχο να φτάσει. Μα θα της μάθω και για τις καταιγίδες, κατακλυσμούς, γενοκτονίες και πολέμους. Για να μην τρομάξει αν τα ζήσει. Για να ξέρει να τα διαχειριστεί, παλεύοντας πάντα για το όνειρο. Εμείς χάσαμε, γιατί δεν ήμασταν μαθημένοι σωστά. Ούτε εγώ να πονάω, ούτε εσύ να σ’αγαπούν.