Στη δικιά μας αλάνα η αγάπη πάντα θα νικά

Στη δικιά μας αλάνα η αγάπη πάντα θα νικά

Θυμάσαι την αλάνα μας;  Φυσικά και τη θυμάσαι, όσο και αν καταβάλεις προσπάθειες να την απομυθοποιήσεις. Εκεί, έξω από τα γραφεία μας , σε πρωτοφίλησα κρυφά, με καρδιές που πετούσαν σπίθες, με φλέβες να πάλλονται από την αναμονή.

Σε εκείνη την αλάνα, σου δόθηκα λες και ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Σε μια καθημερινότητα βαριά και για τους δυο μας, με ανθρώπους δίπλα μας που έχουν ξεθωριάσει με το χρόνο και ήρθες εσύ σαν ανάσα σε μια ρουτίνα, σαν φως στο τέλος του τούνελ, να μου θυμίσεις πώς είναι να έχεις ξανά διάθεση για ζωή. Τα συναισθήματα αμοιβαία, σπάνιο για την εποχή μας. Η ένταση ήταν εμφανή ακόμα και από τα βλέμματά μας. Δεν πίστευα πως θα ζούσα κάτι τέτοιο ξανά. Έρωτας λεγόταν αγάπη μου. Και είναι τόσο όμορφος σαν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Μα παράλληλα τόσο εθιστικός.

Αχ και να ‘ξερες, μέσα σε αυτούς τους μήνες της κρυφής μας ευτυχίας, πόσες φορές έμεινα άυπνη με τον φόβο ότι θα ξυπνήσω και τίποτα δε θα είναι αλήθεια. Αυτό το ρημάδι το προαίσθημά μου, ποτέ δεν έπεσε έξω. 

Η εξέλιξη της καριέρας σου ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσω να σε χάνω… Όχι,  δε με ένοιαζε που θα ‘σουν μακριά. Θα το πάλευα μέχρι τέλους.

Ανήκω ακόμα στις ρομαντικές υπάρξεις τούτου του κόσμου, που πιστεύει πως η αγάπη όλα τα νικά.

Δεν φάνηκες το ίδιο δυνατός μωρό μου. Σε σκέπασε το σύννεφο του «πρέπει» και σιγά σιγά άρχισες να χάνεσαι. Θα ήσουν γεωγραφικά μακριά και σε φόβισε, θα έπρεπε να βγεις λίγο από τη βολή σου και σε τρομοκράτησε. Μαζεύτηκαν προβλήματα στο σπίτι, αποφάσισες να προσπαθήσεις να κάνεις και κάτι δικό σου για να ξεφύγεις από τη ρουτίνα σου και εγώ έγινα ο τελευταίος τροχός της αμάξης.

Δε μου ζήτησες ρε γαμώτο να σου σταθώ και να υπομείνω. Θα το έκανα στ’ ορκίζομαι. Δεν μου έδειξες πως με θέλεις σύμμαχό σου και ξέρεις πολύ καλά ότι μόνο αυτό, ήμουν. Διάλεξες να απομακρυνθείς, να εγκαταλείψεις εμένα και ότι ένιωθες μέσα από μένα.

Πώς μπόρεσες μου λες; Λιγόστεψαν οι κουβέντες μας, σιωπές μπήκαν ανάμεσά μας, ώρες αναμονής πάνω από ένα τηλέφωνο έκαναν την παρουσία τους και οι δρόμοι μας διχάστηκαν χωρίς να έχω καν ερωτηθεί.

Λείπεις γαμώτο. Λείπεις σε μένα, λείπεις σε σένα, λείπεις ακόμα και στην αλάνα μας. Περνάω απ’ έξω, την κοιτάζω και μοιάζει με στοιχειωμένο τοπίο. Ο μικρός μας παράδεισος έσβησε, η φούσκα έσκασε και εγώ χωρίς να έχω επιλέξει τίποτα από αυτά, έμεινα να κοιτάω σαν χαζή, τις αποφάσεις που παίρνονται για μένα ερήμην μου.

Ίσως να μη σε ξαναδώ ποτέ, ίσως να μην ξανακούσω ποτέ τη φωνή σου, ίσως να μη μου κάνεις ποτέ έρωτα όπως τότε, που με ανέβαζες στα αστέρια του εγκεφαλικού μου οργασμού. Ίσως να μην ήσουν τόσο δυνατός όσο περίμενα, ή εγώ να ήμουν πιο ρομαντική από ότι προστάζουν οι εποχές. Δε θα σε ενοχλήσω ξανά. Δεν έχω μάθει να ζητιανεύω για αγάπη. Αν όμως ποτέ νιώσεις την ανάγκη μου και θυμηθείς πώς είναι να με αγκαλιάζεις, χωρίς να πεις πολλά, απλά περίμενέ με στην αλάνα μας. Ήταν πολύ ουσιαστικό αυτό που ζήσαμε για να φύγει σε μια στιγμή, μια μέρα ή μια βδομάδα. Στείλε μου ένα νεύμα και περίμενέ με στην αλάνα μας. Χωρίς λόγια, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς ενοχές και κολλήματα.

Αν πάλι δεν το θελήσεις, δε θα γκρινιάξω. Θα σε κρατώ μέσα μου, σαν το όνειρο που δεν κατάφερα να ζήσω. Σαν την ευτυχία που δεν αντέξαμε. Και πάντα θα σε ευχαριστώ, για ότι με έκανες να νιώσω, κάπου, κάπως, κάποτε, εκεί στην αλάνα μας.