Αγάπησε τον εαυτό σου για να σ’ αγαπήσει η ζωή

Τα ξύλινα γοβάκια

« Αγάπησε τον εαυτό σου για να σ’ αγαπήσει η ζωή »

 Στην πρώτη νιότη ξεκινάμε τα ταξίδια της ζωής και θέλουμε να φύγουμε μακριά.  Ύστερα μεγαλώνοντας διαπιστώνουμε ότι τα «ξύλινα παπούτσια» είναι βαριά και μας στενεύουν. Τα πόδια μας απόχτησαν πληγές κι εμείς συνεχίζουμε να προχωράμε.

Και το όνειρο; Τριγυρνάμε γύρω του και δεν τολμάμε να το αγγίξουμε,  μονάχα το κοιτάμε από μακριά. Κι εκείνο, βολεύτηκε σε μια κόγχη της ψυχής και περιμένει. Πρέπει να τρέξουμε. Πρέπει…

Όμως «πρέπει» πρώτα, επιτακτικά να πετάξουμε τα ξύλινα γοβάκια που μας  φόρεσαν, όταν ήμασταν παιδιά. Τότε πίστευαν ότι μόνο έτσι θα γίνουμε άνθρωποι σωστοί. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν πως θα μείνουν αδύναμα κι ανήμπορα τα πόδια μας, για να μην τρέξουμε στη ζωή. Ύστερα τα χρόνια πέρασαν, η ζωή ξεστράτισε κι εμείς εξακολουθούσαμε να τα φοράμε. Πιστεύαμε πως αν τα βγάλουμε, θα πέσουμε και θα τσακιστούμε.

Έτσι κι εσύ. Τα στενά σου παπούτσια, αυτά που σου φόρεσαν από μικρό κορίτσι για να μείνουν τα πόδια σου μικρά, δεν σου πλήγωναν μονάχα τα πόδια, αλλά και την ψυχή. Όταν έγινες έφηβη, σου κρατούσαν τα πόδια φυλακισμένα για να μην μπορείς να τρέχεις, μήπως κάνεις «κάτι» άπρεπο. Έπρεπε σαν θα μεγάλωνες, να γίνεις γυναίκα καλή κι υποταγμένη, τύπος και υπογραμμός.

Έτσι, από κείνα τα μακρινά χρόνια της αθωότητας, έσπειραν στην ψυχή σου την υποταγή, τα «πρέπει» και το φόβο. Το φόβο της μοναξιάς και της απόρριψης, που σε κρατούσαν φυλακισμένη, όπως τα παπούτσια τα ξύλινα είχαν φυλακίσει τα πόδια σου. Το φόβο που έκρυβε ζήλια, ντροπή κι έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ύστερα μεγάλωσες και τα πόδια σου έμεναν ισχνά, άτολμα και ανασφαλή. Καχύποπτα, λυπημένα, όπως κι εσύ.  Άρχισες να εκφράζεις τη θλίψη σου μέσα από έναν θυμό μεγάλο, που δεν τελείωνε. Θυμό γιατί τα μικρά – πληγιασμένα σου πόδια  μέσα στα ξύλινα παπούτσια δεν κατάφεραν να τρέξουν, να κυνηγήσουν το όνειρο. Θυμό για ότι έζησες και δεν έζησες, για όλα εκείνα τα «θέλω» σου, που έγιναν καπνός στο διάβα της ζωής. Θυμό γιατί μεγάλη γυναίκα πια, δεν τα έβγαζες  από τα πόδια σου και συνέχιζες να βιώνεις αρνητικά συναισθήματα, ζώντας μέσα σε συμβάσεις που άλλοι επέλεξαν για σένα.

Ώσπου ένα πρωί που σε ξύπνησε το φιλί του ήλιου,  κοιτάζοντας τον εαυτό σου κι έπειτα τα πόδια σου ψιθύρισες : «Τι είναι ο πόνος ;». Η ψυχή απάντησε: «Είναι ένα δάκρυ αμετακίνητο στην άκρη των βλεφάρων που δε λέει να τρέξει. Κλάψε και ξεκίνα από την αρχή». Μέσα στη διαύγεια του πρωινού, άφησες ελεύθερα τα εγκλωβισμένα δάκρυα. Έκλαψες, ένα κλάμα βαθύ και λυτρωτικό.

Αντίπερα στο μακρινό ορίζοντα,  ένα καράβι αρμένιζε όνειρα. Θυμήθηκες την πρώτη σου νιότη, τότε που πάσχιζες να ξεκινήσεις τη ζωή με τη βαλίτσα φορτωμένη ελπίδες. Το όνειρο έτρεχε κι εσύ  δεν μπορούσες να το  φθάσεις κι εκείνο κούρνιασε ζαρωμένο εντός σου. Κατάλαβες πως έφταιγαν τα ξύλινα παπούτσια που  σε στένευαν μια ζωή, γιατί δεν σου επέτρεπαν να τρέξεις και να ρισκάρεις. Αντίθετα, σου  υπέβαλαν το μέτρο και τα «πρέπει » στη ζωή σου.  Και τα πέταξες.

Πέταξες για πάντα τα ξύλινα παπούτσια κι ένιωσες απελευθέρωση, γιατί  μαζί τους έδιωξες την υποκρισία και τις συμβάσεις. Είπες: «Θα είμαι ο εαυτός μου κι όχι όπως οι άλλοι με θέλουν». Κι  ένιωσες  επιτέλους γενναία,  που αποδέχτηκες εσένα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισες  ν’ αγαπάς πραγματικά  τον εαυτό σου. Κατάλαβες ότι ο πόνος και η θλίψη, ήταν οι προειδοποιήσεις για  να μη ζεις ενάντια στις αλήθειες της ζωής σου.

Όταν άρχισες ν’ αγαπάς πραγματικά τον εαυτό σου, σταμάτησες να ζεις με το παρελθόν και συγχώρεσες όλα όσα έγιναν και δεν έγιναν.  Όσο υπάρχει χαμόγελο υπάρχει ελπίδα. Κι  «… όσο υπάρχει ζωή μη φοβάσαι, έχεις λόγο για να ξεκινάς ».