Νοικοκυρές σε απόγνωση- Μέρος Β΄

Νοικοκυρές σε απόγνωση- Μέρος  Β΄

Οι νοικοκυρές - οικιακά σκέτο, είναι γυναίκες, όπως όλες. Λιτές, απέριττες και φιλικές προς τον χρήστη. Συνήθως χωρίς καμία βοήθεια από το οικογενειακό τους περιβάλλον, καταφέρνουν να φροντίζουν για την ανατροφή των παιδιών τους, τις δουλειές του σπιτιού, το super market, τη σίτιση της οικογένειας.

Οι 24 ώρες της ημέρας φαίνονται στα αλήθεια τόσο πολλές. Όλη μέρα σπίτι, υπάρχει άπλετος -στα αλήθεια- χρόνος για το οτιδήποτε! Συνήθως κυκλοφορούν περιποιημένες τόσο όσο, ενώ στο πρόσωπο φαίνεται η φρεσκαδούρα της ξεκούρασης. Είναι από τις τυχερές, βλέπεις. Από εκείνες που δεν χρειάζεται να βγουν στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Έχουν την δυνατότητα να πάνε για ένα πρωινό καφέ, γυμναστήριο και βόλτα στα μαγαζιά. Μετά ένα μανικιούρ στα πεταχτά και απευθείας στο σχολείο να παραλάβουν τα παιδιά. Μοναδική ξεκούραση οι ώρες του μεσημεριανού ύπνου, απαραίτητες για μια σωστή επιδερμίδα.

Όλα αυτά ακούγονται κάπως ιδανικά; Και όμως, ισχύουν. Σπάνια και για λίγες. Μια, δύο στο εκατομμύριο. Συνήθως η ρουτίνα που βιώνουν τούτες οι γυναίκες, είναι κάπως διαφορετική και σίγουρα όχι στρωμένη με ροδοπέταλα. Εργάζονται καθημερινά ατελείωτες εργατοώρες, για τις οποίες ουδέποτε θα αμειφθούν ή θα λάβουν ένσημα. Ώρες αμέτρητες, συγυρίζουν, μαγειρεύουν, καθαρίζουν. Έχουν πάντα έτοιμη απάντηση για το πού στο καλό κρύβονται τα χαμένα αντικείμενα στη Χώρα του σπιτιού. Πολύ-εργαλείο σωστό, με εγγύηση εφ' όρου ζωής. Έχουν το ρόλο του ξυπνητηριού, ακούν πρωινή γκρίνια και μουρμούρα από όλους, ενώ σερβίρουν πρωινό και ετοιμάζουν με περίσσια αγάπη το κολατσιό. Όταν όλοι έχουν φύγει, σε ένα σπίτι άδειο και βουβό, η άνιση μάχη με τη σκόνη και τη βρωμιά ξεκινά. Αχάριστος αφέντης είναι το νοικοκυριό και το σπίτι, μου έλεγε η γιαγιά μου. Όσο του δίνεις, άλλο τόσο διαρκώς θα ζητάει. Μετά τρέξιμο στις εξωτερικές δουλειές, με το ρολόι στο χέρι. Πότε περνάει η ώρα, ούτε που καταλαβαίνουν. Ζεστό και λαχταριστό φαγητό πάντα στο τραπέζι και αληθινό ενδιαφέρον για το πως ήταν η μέρα των οικείων τους.

Εμφανισιακά πάντα, επιμελώς ατημέλητες, ή κάπως έτσι. Άνετες ρόμπες, χνουδωτές παντόφλες και κλαμεράκια για να μην πέσει καμία τρίχα στο φαγητό. Ενίοτε ζεστές φορμίτσες, αθλητικά παπούτσια, που απορροφούν τους κραδασμούς, μαζί με ότι ίχνος θηλυκότητας έχει απομείνει. Για χόμπυ ούτε λόγος, Ένας μισθός στο σπίτι δεν είναι ικανός να προσφέρει τα βασικά, πόσο μάλλον τα έξτρα. Ούτως η άλλως, η προτεραιότητα είναι τα παιδιά. Τα προσωπικά ταλέντα και οι ικανότητες περιορίζονται εντός του σπιτιού. Μέσα στους τίτλους της μητέρας, νοικοκυράς και συζύγου κρύβεται ένας χαμένος εαυτός, μια ταυτότητα που είτε πλέον δεν προσδιορίζεται από το επάγγελμα, ή που δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρωθεί. «Θέλω», που πνίγονται στην «απραξία» της οικίας. Οικονομική δυσχέρεια, που κάνει απλές χαρές, να φαντάζουν μακρινά όνειρα. Και είναι και εκείνο το βλέμμα οίκτου και λύπησης, που καρφώνεται πάνω τους με θράσος, κάθε φορά που στην ερώτηση τι επάγγελμα κάνεις, ψελλίζουν σιγανά και ίσως δειλά την λέξη «οικιακά».

Και άλλη μια κουραστική μέρα τελειώνει. Και το ράδιο επιμένει να παίζει παιχνίδια. Αντί για το «what a wonderful world», ακούγεται το «Ανήκω σε εμένα και τα όνειρά μου», ενώ το δάκρυ τρέχει κορόμηλο. Και εκεί που όλα μοιάζουν άδικα, χαμένα, μάταια , το σπίτι γεμίζει και πάλι με φωνές και γέλια. Ένα πείραγμα του συζύγου, ένα κλείσιμο πονηρό του ματιού και ένα φιλί στο μάγουλο, ξυπνούν την ζωντανή, παθιασμένη γυναίκα που κρύβεται κάπου εκεί στις σκούπες και στα φαράσια. Μια φράση τύπου «Μαμά, είσαι η πιο καταπληκτική μαγείρισσα του κόσμου, σε λατρεύω», φωτίζουν το πρόσωπο και χαράζουν ένα ανεξίτηλο χαμόγελο πάνω του. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια τελικά . Όσο οι αγαπημένοι μας άνθρωποι είναι δίπλα μας και είναι καλά, η ψυχή πάντα θα γεμίζει ελπίδα και η ζωή θα αποκτά και πάλι νόημα. Κάθε μέρα.