Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί

Μη αποδοχή

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί » Γιώργος Σεφέρης

Είναι αλήθεια πως η φιλία αποτελεί πρωταρχικό κεφάλαιο στη ζωή,  από την πρώτη παιδική ηλικία μέχρι τη βαθιά ωριμότητα. Συχνά η ζωή απομακρύνει τους ανθρώπους, όμως παραμένει στη μνήμη εκείνο το ξεχασμένο άρωμα από την εποχή της αθωότητας.

Διάβασε το όνομά της κάποιο βράδυ που έκανε το καθιερωμένο της σεργιάνι στο διαδίκτυο. Απόβραδο πρώιμης άνοιξης, χλιαρό και λίγο μελαγχολικό. Τη βρήκε στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπου είχαν κάποιους κοινούς φίλους και  αυθόρμητα της έστειλε αίτημα φιλίας. Μετά, χωρίς να το καλοσκεφτεί, έκανε βαθιά κατάδυση στην παιδική της ηλικία. Σε κείνα τα χρόνια που έκρυψε βαθειά σ’ ένα διπλοκλειδωμένο ερμάρι της ψυχής. Σ’ κείνη την τόσο μακρινή εποχή που δεν ξέρει πια αν θέλει πλέον να θυμάται. 

Όμως  εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, διαβάζοντας το όνομα της παλιάς συμμαθήτριας ξαναγύρισε στην έκτη τάξη ενός Δημοτικού Σχολείου κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κοντά στο Διοικητήριο. Ήταν ένα παλιό σχολείο με μεγάλη αυλή και δυο πανύψηλα αγέρωχα κυπαρίσσια. Ανατριχιάζει στη θύμηση. Ξαναβρίσκεται μέσα στη μεγάλη αίθουσα κι είναι ένα πρόωρα μεγαλωμένο, ώριμο για την ηλικία του κορίτσι.  Έχει μεγάλα στοχαστικά μάτια, σκούρα καστανά, αλλά και μεγάλη μυωπία επίσης, που τότε ακόμα δεν τη γνώριζε. Καθόταν όμως πάντα στα πρώτα θρανία, γιατί διαφορετικά δεν έβλεπε στον πίνακα. Είχε  μια μακριά καστανή κοτσίδα που τη μισούσε. Μοναχοπαίδι, αφόρητα μοναχικό και μελετηρό. Καταβρόχθιζε εκτός από τα νόστιμα φαγητά - ήταν χοντρούλα – και ότι βιβλίο έπεφτε στα χέρια της. Έτσι, ταξίδευε μέρα νύχτα και ζούσε μέσα από τους ήρωες των βιβλίων της μια δεύτερη ζωή. Καλή μαθήτρια, με λίγους φίλους και ελάχιστα δημοφιλής. Δηλαδή, το άκρως αντίθετο από τη συμμαθήτριά της που ήταν ένα όμορφο, ανοιχτοκάστανο, ψιλόλιγνο κορίτσι με μάτια γελαστά και διάθεση πάντα χαρούμενη. Μέτρια στα μαθήματα, όμως από τις πρώτες στην παρέα. Κοινωνική, εξωστρεφής και θορυβώδης, η ψυχή της κοριτσοπαρέας και ασφαλώς το απωθημένο των αναπτυγμένων αγοριών. Καθώς βρισκόταν στην προεφηβεία, άναβαν οι συζητήσεις μαζί  με σεξουαλικού περιεχομένου  απορίες, καθώς  και πάνω στα πρώτα δειλά χτυποκάρδια με γνώμονα  τους γοητευτικούς πρωταγωνιστές των ταινιών στο σινεμά. Είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες, είχαν γίνει όμως φίλες. Ήταν πάντα μαζί στα διαλλείματα ανταλλάσοντας τα μικρά μυστικά τους. Ένιωθαν τότε πως η φιλία τους ήταν σημαντική καθώς μέσα από αυτήν η μία συμπλήρωνε την άλλη.

Ήταν μια εποχή που ο κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει στην ταραγμένη μετεμφυλιακή  Ελλάδα που πάσχιζε κι αυτή να βρει την ταυτότητά της. Η κοινωνία ήταν συντηρητική και τα παιδιά μεγάλωναν σε  μικροκοινωνικά περιβάλλοντα.  Υπήρχε όμως η γειτονιά και οι άνθρωποί της, απλοί/ μεροκαματιάρηδες με δυνατές φωνές, πλατιά χαμόγελα κι ανοιχτές τις πόρτες των σπιτιών τους. Υπήρχε μια αμεσότητα και μια θαλπωρή στη γειτονιά. Ότι συνέβαινε βέβαια, το μάθαιναν όλοι. Ήταν άνθρωποι λαϊκοί που τους άρεσε να σχολιάζουν, αλλά είχαν τις καρδιές τους ανοιχτές κι ήταν πάντα έτοιμοι να συντρέξουν και να προσφέρουν.  Ήταν ισχυρός ο πυρήνας της γειτονιάς, οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι.

 Στο σχολείο δεν πολυμιλούσε, ήταν προσεκτική. Περισσότερο άκουγε. Άκουγε τις καινούργιες ταινίες που είχαν δει στο σινεμά τα άλλα κορίτσια. Η ίδια έβλεπε μονάχα ταινίες τέχνης σοβιετικών δημιουργών των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν οι υπόλοιπες. Άκουγε τη συμμαθήτριά της λαμπερή να αφηγείται λεπτομέρειες από οικογενειακά πάρτι, συγκεντρώσεις και ξεφαντώματα. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς σκόρπισε η τάξη. Τα περισσότερα παιδιά γράφτηκαν σε δημόσια  Γυμνάσια, όπως και η ίδια. Κάποια άλλα λιγότερα, μεταξύ των οποίων και η συμμαθήτρια θα ξεκινούσαν σε ιδιωτικό ξενόγλωσσο σχολείο. Τότε χάθηκαν.

Πολλά χρόνια πέρασαν. Τρομάζει κανείς στη σκέψη τους όμως οι θύμησες μαζί με το άρωμα της εποχής είναι ολοζώντανες. «Η μνήμη είναι το ημερολόγιο της ψυχής» έγραψε ο Όσκαρ  Ουάιλντ. Όμως επιλέγουμε τι και ποιους θυμόμαστε; Γεγονός είναι ότι δεν μας θυμούνται πάντοτε αυτοί που θυμόμαστε.  Έτσι λοιπόν, ακόμα περιμένει την αποδοχή της φιλίας από την παλιά της συμμαθήτρια που ποτέ δεν θα γίνει.  Αλλά  κι αν ακόμα οι δύο ώριμες πλέον γυναίκες κατάφερναν να συναντηθούν, πέρα από την πιθανή συγκίνηση, θα είχαν άραγε κάτι να πουν, κάποιο κοινό σημείο σύζευξης; Ή θα χάνονταν μέσα σε κοινότυπες κουβέντες και ευγενικά χαμόγελα, για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ ξανά;  Όμως ο  Σεφέρης έγραψε σ’ ένα στίχο: « Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνεις ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».