Όλα αναζητούν την αγάπη και την προσοχή!

Όλα  αναζητούν την αγάπη και την προσοχή!

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα όμορφο και μικρό νησί που ο κόσμος του περνούσε ήσυχα και πιο ήρεμα από τις μεγάλες πόλεις ο χρόνος, κάπου σε μια γωνίτσα του, ζούσε μια γιαγιά.

Σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε ευτυχισμένη, παρέα με τις αναμνήσεις της, τα πολλά της δέντρα και τα πανέμορφα λουλούδια της.

Ένα απόγευμα, καθώς κόντευε πια το σούρουπο, καθόταν και κοιτούσε από τη βεράντα της τη θάλασσα. Μια κίνηση σε μια γλάστρα, της τράβηξε την προσοχή.

Θυμήθηκε πως πριν αρκετές μέρες σε εκείνη ακριβώς την γλάστρα είχε ρίξει σποράκια. Πλησιάζοντας λοιπόν, είδε πως τα σποράκια της είχαν σκάσει και το ένα έσπρωχνε το άλλο.

Ένα, το πιο μεγάλο από τα υπόλοιπα, είχε κιόλας βγάλει ένα μικρό, μικρό μπουμπουκάκι στο λεπτό του κλαράκι.

Πιο δίπλα η αναρριχώμενη  περικοκλάδα της, προσπαθούσε μέσα από τα υπέροχα  άνθη της, να της τραβήξει και αυτή την προσοχή!

Κάτω στον κήπο, το νυχτολούλουδο κουνούσε τα φύλλα του, βγάζοντας ένα μεθυστικό άρωμα.

Αναμεσά τους έστεκε το κατάλευκο γιασεμί και γελούσε με τα μικρά βλαστάρια που μάλωναν στην γλάστρα για το ποιο θα πρωτοβγεί πρώτο.

Τότε φωνάζει το νυχτολούλουδο,  «εεε, εμείς έχουμε να θυμάστε το πιο υπέροχο άρωμα, μας σέβονται τα υπόλοιπα δέντρα έτσι δεν είναι;»

«Ναι!»  απάντησαν όλα μαζί, με μια φωνή!

«Όλη τη νύχτα μοσχοβολάνε οι γειτονιές, χάρη στο μοσχομυριστό άρωμά μας!!!»

Κάτω στην αυλή προσπαθούσαν όλα τα δέντρα και τα λουλούδια, να φανεί το ένα καλύτερο από το άλλο!

Όμως ακούστηκε και μια αχνή φωνούλα να λέει…

«Εγώ δεν είμαι μεγάλο δέντρο σαν εσάς, ούτε και έχω καμιά σπουδαία μυρωδιά, μα τα λουλούδια μου βγάζουν κατακόκκινα μικρά χωνάκια!»

«Μα φυσικά και είσαι μοναδικό», του φώναξαν τα υπόλοιπα δέντρα.

Τότε η συκιά αποφάσισε να τους βάλει όλους στη θέση τους, «ακούστε να σας πω»  είπε με τη βροντερή της φωνή, «εγώ ούτε μυρωδιά έχω, ούτε και κανένα σπουδαίο χρώμα, μα τη γλύκα μου δεν την έχει κανένας σας», τους είπε θυμωμένα.

«Ακούς εκεί δηλαδή» μονολόγησε, «η γιαγιά κάθεται όλο το χρόνο και περιμένει να μεστώσουν τα μαύρα μου μελωμένα σύκα, τα παίρνει με τα χεράκια της τα πλένει και τα τρώει επι τόπου, λέγοντάς μου χίλια ευχαριστώ!»

«Έχεις δίκιο!»  της είπε η μιμόζα, «μα ναι!» είπαν όλοι, «έχεις δίκιο ποιος είπε το αντίθετο, γιατί να θυμώσεις μαζί μας;»

Η λεμονιά δεν είχε πει κουβέντα, παρά σκεφτόταν… πόσα από τα άνθη της, είχαν κρατήσει νύφες στα χέρια τους.

Τότε η γιαγιά μας, έβαλε τα γέλια!!!

Σταμάτησαν όλα τα μουρμουρητά…

Είστε τα ομορφότερα δέντρα τους είπε, είστε τα ωραιότερα λουλούδια, το καθένα σας ξεχωριστό και μοναδικό για το άρωμά του, τον καρπό, το χρώμα του.

Καμάρωσαν όλα τους μεμιάς με τα ζεστά της λόγια!

Σας μιλάω, σας χαϊδεύω, σας φροντίζω και σας αγαπώ όπως τα παιδιά μου, όπως τα εγγόνια μου! Σαν τα βλέπω να έρχονται η καρδιά μου φτερουγίζει, έτσι και με εσάς! Με κάθε νέο σας μίσχο, με κάθε νέο καρπό, με ότι έχει το καθένα σας, η καρδιά μου γεμίζει αγάπη.

Τότε η καρδιά μου ανθίζει σαν μεγάλο κατάλευκο λουλούδι, σας καμαρώνω, ατενίζω τη θάλασσα και γαληνεύω με το άρωμά σας, με μεθά και γίνομαι ευτυχισμένη ζώντας ανάμεσά σας!

Μη μου μαλώνετε λοιπόν και μη μου κοκορεύεστε για το ποιο είναι το καλύτερο. Για μένα είστε όλα, μοναδικά και ξεχωριστά!

Έτσι αφού τους ησύχασε, ανέβηκε και πάλι στη βεράντα, στην αγαπημένη της καρέκλα να χαζέψει τη θάλασσα. Μέσα της κρυφογελούσε ακόμη με τα παιχνιδίσματα των λουλουδιών, σκεπτόμενη πως όλα τελικά, αναζητούν την αγάπη και την προσοχή!