Όποιος έφυγε, θα ζει για πάντα μέσα μας

Όποιος έφυγε, θα ζει για πάντα μέσα μας

Τον έλεγαν Λυμπέρη και ήταν ο παππούς μου.

Ήταν ο άνθρωπος εκείνος με τα υπέροχα γαλανά μάτια, τα γεμάτα καλοσύνη και το πλατύ χαμόγελο.

Με τα λιγοστά άσπρα μαλλιά και τη μεγάλη αγκαλιά.

Με τις ρυτίδες να αποτυπώνουν στο πρόσωπό του την κούραση της ζωής, αλλά και εκείνες γύρω από τα χείλη να υποδεικνύουν πως χαμογέλασε πολύ και γέλαγε συχνά.

Τον θυμάμαι να με παίρνει από το σχολείο πιο  μικρή και να μου εξηγεί γιατί πρέπει πάντα να κοιτάω τρεις φορές πριν περάσω τον δρόμο. Μα δε χρειαζόταν να μου εξηγήσει. Εγώ πίστευα ό,τι και αν μου έλεγε χωρίς αιτιολογίες και το έκανα.

Ήταν ο άνθρωπος εκείνος που μου μάθαινε τα ποιηματάκια που μου έβαζαν οι δασκάλες στο νηπιαγωγείο και χαιρόταν να τα τραγουδά μαζί μου την ώρα που όλοι οι "μεγάλοι" είχαν δουλειά.

Ήταν εκείνος που προσπάθησε να μου μάθει να παίζω τάβλι και καταλήξαμε να ρίχνω όλα τα πούλια με μανία στον αέρα και να μου λέει ότι τελικά έτσι ήταν πιο διασκεδαστικό και ότι κέρδισα. Κέρδιζα συνέχεια μαζί του.

Ήταν ο άνθρωπος που του έκανα δώρο από καρδιάς ένα αρκουδάκι μου και μου είπε με ειλικρίνεια στο βλέμμα πως ήταν το πιο ωραίο δώρο που του έχουν κάνει ποτέ και το έβαλε με ευλάβεια πάνω στην τηλεόραση. Πόσο θα ήθελα  να είχα προλάβει να του είχα κάνει και άλλα δώρα, οτιδήποτε και αν ήθελε εκείνος.

Μέχρι που μια μέρα, όταν ήμουν πέντε περίπου ετών μου ανακοίνωσαν πως ο παππούς δε θα ξαναγυρίσει σπίτι. Τότε έκλαψα πολύ και συνέχισα να κλαίω για τα επόμενα δέκα χρόνια. Όποτε άκουγα το όνομά του ή τη λέξη παππούς με έπιανε το παράπονο. Ήθελα τη ζεστή αγκαλιά του και τα μάτια του να με κοιτάξουν με εκείνη την απεριόριστη αγάπη που έκρυβαν μέσα του. Ήθελα την προθυμία του να μου μαθαίνει τραγουδάκια και ας μεγάλωνα.

Όποτε έβλεπα παιδιά με τον παππού τους με έπιανε ένας κόμπος στο στομάχι και ένα καρδιοχτύπι γιατί εγώ δεν πρόλαβα να παίξω μαζί του. Δεν πρόλαβα να τρέξω στις παιδικές χαρές. Δεν πρόλαβα να περάσω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές δίπλα του. Δεν πρόλαβα να τον αγνοήσω στην εφηβεία όπως τόσοι άλλοι και να τον υπολογίζω σαν ένα έξτρα χαρτζιλίκι.

Δεν πρόλαβα ούτε την απόλαυση ούτε τον κορεσμό της σχέσης μας. Έτσι με έπαιρνε το παράπονο…

Είκοσι πλέον χρόνια μετά μπορώ να πω πως χαίρομαι όταν ακούω το όνομά του. Δεν κλαίω πια (εντάξει ίσως με έχει πάρει λίγο το παράπονο τώρα που γράφω αυτό το άρθρο). Πραγματικά χαμογελάω όταν τον θυμάμαι και γεμίζω από αγάπη στο άκουσμά του.

Πλέον έμαθα να εκτιμώ τις λίγες στιγμές που πέρασα μαζί  του τα πρώτα πέντε εκείνα χρόνια  της ζωής μου και πλέον μου έχουν χαραχθεί ανεξίτηλες στην παιδική  μνήμη.

Πλέον όταν κοιτάζω την μητέρα μου βλέπω μέσα από τα μάτια της τα μάτια του και εκείνη την απέραντη αγάπη. Ξέρω πως θα φύγει πραγματικά μόνο όταν τον ξεχάσω και τον βγάλω από μέσα μου. Κάτι που δε θα το επιτρέψω.

Κάποτε απέφευγα να το συζητάω για να γλιτώσω τον πόνο. Απέφευγα να λέω και να ακούω το όνομά του, ακόμα και να τον σκέφτομαι για να μη βάζω τα κλάματα. Μα ήταν λάθος μου. Ζούσε πάντα μέσα στην καρδιά μου και θα ζει όσο κι εγώ. Αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα από όλα όταν σε συνεπαίρνει ο πόνος της απώλειας. Να μη θέλεις να ξεχάσεις. Να κάνεις υπομονή και να τον αντέξεις. Γιατί όποιος έφυγε θα ζει για πάντα μέσα μας.

Για σένα που τον έχασες πρόσφατα… ξέρω πόσο πονάς και πόσο θα σου λείψει. Ξέρω πόσο τον αγαπούσες. Μα να ξέρεις πως του μοιάζεις και πως όσο τον έχεις στο μυαλό και στην καρδιά σου, τόσο θα είναι δίπλα σου. Για όλα τα υπόλοιπα, αν χρειαστείς κάτι θα είμαι δίπλα σου εγώ….πάντα!