Ελεύθερη πτώση ενός ανέλπιδου έρωτα

Ελεύθερη πτώση ενός ανέλπιδου έρωτα

« Θυμήσου ποια είσαι και θα ξέρεις πάντα που πηγαίνεις »

Ο έρωτας δεν εξημερώνεται, δεν συμβαίνει με αυτοσχεδιασμούς, δεν επιβάλλεται. Χτίζεται από δυο ανθρώπους ισότιμα. Τους τυχερούς που τους αγγίζει, τους μεταμορφώνει. Τους χαρίζει λάμψη, ομορφιά, ενέργεια. Πιστεύουν πως μπορούν να κατακτήσουν όλη την οικουμένη. Στην αρχή τουλάχιστον…

Επέστρεφε από ένα ταξίδι εκείνη. Νέα, όμορφη, ανεξάρτητη κι ελεύθερη. Εγκλωβισμένη όμως μπροστά στο άπιαστο. Φαίνεται να εξιτάρεται από το ανεκπλήρωτο και να έλκεται από χίμαιρες. Γι αυτό ξεκίνησε και τούτο το ταξίδι. Για να συναντήσει τον έρωτα στα μάτια εκείνου.  Ίσως κάποιοι την αποκαλέσουν  επιπόλαιη, ή απερίσκεπτη, ή της αποδώσουν ακόμα βαρύτερους χαρακτηρισμούς. Όμως είμαστε όλοι γεμάτοι αδυναμίες, έτσι έχουμε φτιαχτεί. Γι αυτό όλα δυνητικά μπορεί να συμβούν. Μοιχεία και χημεία εύκολα αλλάζουν η μία στην άλλη. Γιατί και στις δυο συμβαίνουν μια σειρά αντιδράσεις που δεν γνωρίζεις πού μπορεί να σε οδηγήσουν.  Εκείνη άραγε αναλογίστηκε τις ενδεχόμενες  συνέπειες, όταν άφησε ελεύθερο τον εαυτό της στα βέλη του  έρωτα;

«Δεν θα περάσει γρήγορα», σκεφτόταν «αλλά θα περάσει. Πρέπει να κοιτάξεις μέσα σου βαθειά και ίσως καταλάβεις».

Η αλήθεια είναι πως εκείνη θέλει ν’ αγαπηθεί χωρίς όρους και όρια. Ασύμβατα κι ασυγκράτητα. Καθώς έχει αρχίσει να μεγαλώνει, επιθυμεί να ξαναζήσει έναν έρωτα όλο ποίηση. Έτσι τον έχτισε στο μυαλό της: Με θάλασσες κι ηλιοβασιλέματα, με νύχτες κάτω από τ’ αστέρια και ροδαλά χαράματα δίπλα σε μια φωτιά που σιγοκαίει στην παραλία. Κι ακόμα θέλει  καράβια που σαλπάρουν αλλά δεν τα πάει καλά με τις άγκυρες. Με τέτοια κι άλλα τόσα τον έντυσε τον έρωτα, και  πήγε να τον συναντήσει. Είχε ανάγκη να το κάνει για να πολεμήσει τη θλίψη που τη στοίχειωνε τις νύχτες.

«Ήξερες  που πήγαινες», μονολογεί και πάλι, «όμως το ήθελες πολύ. Όχι μονάχα το σώμα σου, αλλά και το μυαλό σου, η ψυχή σου. Ήξερες πως ήσουν το δεύτερο πρόσωπο και ότι αυτό που επιχειρούσες θα σε οδηγούσε σε νέο φαύλο κύκλο θλίψης». Επιπλέον, είναι κι εγωίστρια. Στη ζωή της δεν θέλει να παίζει δεύτερους ρόλους.  «Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει» σκέφτεται και ξέρει πως ένας ακόμη έρωτας τελειώνει. Ξέρει πως αυτή η  συνάντηση σηματοδότησε το τέλος μιας  «φούσκας»  που έσκασε. Επιστρέφοντας στο δικό της πυρήνα, νιώθει σαν να πέφτει αργά σε ελεύθερη πτώση.

Κι εκείνος; Σίγουρα είναι καλά γιατί πάντα ήταν. Έτσι τουλάχιστον λέει στους άλλους κι έτσι έχει πείσει και τον εαυτό του. Τα πάντα στη ζωή του είναι ομαλά και προδιαγεγραμμένα: Ανερχόμενη καριέρα, θαυμάσια οικογένεια, ένα υπέροχο σπιτικό πλαισιωμένο από συγγενείς και φίλους. Ωραίες εικόνες. Όλα σε μια ευθεία, μια ίσια γραμμή. Τι έγινε όταν πάνω στη γραμμή πάτησε εκείνη; Πώς έγινε, ποιος το προκάλεσε; Αυτός, εκείνη ή μήπως το σύμπαν που συνωμότησε; Εκείνος ξέρει πως η ζωή του θα παραμείνει ως έχει. Εκείνος είναι ο κλασσικός άνδρας/ κυνηγός. Θέλει και «το σκύλο χορτάτο και την πίττα ολόκληρη». Έτσι  επιστρέφει γαλήνιος κι ικανοποιημένος στην ισοηλεκτρική γραμμή του.

Εκείνη δεν χωράει πουθενά. Γι αυτό φεύγει. Ή μάλλον έφυγε. Ποτέ δεν τις άντεχε τις ισοηλεκτρικές γραμμές. Έχει μια γεύση πικρή στο στόμα της και αφήνει ελεύθερο τον ποταμό των δακρύων της. Δεν πρόκειται για το θρήνο της απώλειας. Είναι το γκρέμισμα, η ισοπέδωση  της  φαντασίωσης του super έρωτα που έφτιαξε στο μυαλό της.

« Θυμήσου ποια είσαι για να ξέρεις πάντα που πηγαίνεις », ψιθυρίζει και τούτο είναι μια μεγάλη αλήθεια.