Θα σε ξεριζώσω, προδότη, από μέσα μου. Ορκίζομαι!

Θα σε ξεριζώσω, προδότη, από μέσα μου. Ορκίζομαι!

Το γράμμα αυτό δε σου αξίζει αλλά θα το λάβεις.

Με πούλησες και με πρόδωσες με τον χειρότερο τρόπο! Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Eίσαι παντρεμένος και μου το ‘κρυβες! Γιατί δε μου το είπες; Eσύ δεν ήσουν αυτός που μιλούσε για ειλικρίνεια ανάμεσα στο ζευγάρι και πως μόνο έτσι χτίζεται μια σοβαρή σχέση; Ψεύτη! Άθλιε! Νόμιζες πως δε θα το μάθαινα; Πως θα κοιμόμουν αιωνίως τον ύπνο του δικαίου;

Όλα εδώ πληρώνονται όμως, φίλε! Όχι απλά το έμαθα, σας είδα με τα ίδια μου τα μάτια: Εσένα και την οικογένειά σου. Εσένα, τη γυναίκα σου και το παιδί σας. Τρώγατε αγκαλιασμένοι στην ταβέρνα και συζητούσατε με τον γιο σας. Και δείχνατε πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι!

Εμένα τι με ήθελες; Για καβάτζα; Για ένα καλό κρεβάτι; Kαι σε πίστευα η ηλίθια όταν μου έλεγες πως μ’ αγαπάς, όταν με κράταγες σφιχτά στην αγκαλιά σου και με φιλούσες με πάθος. Φύκια για μεταξωτές κορδέλες μου πούλαγες και εγώ έπεσα αμέσως στη φάκα σαν το ποντίκι, η χαζή. Πλάσαρες καλά τον ρόλο σου, δεν μπορώ να πω... Ευγενικός, περιποιητικός, ρομαντικός, μου έλεγες όσα είχα ανάγκη να ακούσω, μου  ‘δειχνες όσα είχα ανάγκη να νιώσω, αγάπη, ασφάλεια, τρυφερότητα... Μόνο που δεν τα πίστευες, να πάρει η ευχή... Γιατί προφανώς για να θέλεις κι άλλη (ή κι άλλες πιθανόν! σιγά μην ήμουν το μόνο θύμα!) δεν ξέρεις να αγαπάς και μάντεψε: Δεν σου αξίζει να αγαπάς και να σ’ αγαπούν! Όχι εγώ τουλάχιστον!

Και καλά τη γυναίκα σου και εμένα, γραμμένες στα παλιά σου τα παπούτσια μας είχες, μόνο να κάνεις προφανώς το κέφι σου ήθελες και να περνάς καλά! Στο παιδί σου, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Mαζί δε λέγαμε πως τα παιδιά θέλουν αγάπη και για να μεγαλώσουν σωστά και ευτυχισμένα πρέπει να μεγαλώνουν σε μια οικογένεια δεμένη και αγαπημένη; Mόνη μου τα έλεγα; Kαι με έκανες να αρχίζω να την ονειρεύομαι αυτή την οικογένεια μαζί σου, Πανάθεμά σε! Kαι έγινα αυτό ακριβώς που απεχθάνομαι. Το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση, σε ένα γάμο. Εν αγνοία μου!

Νιώθω το μερίδιο της ευθύνης μου. Πώς δεν κατάλαβα τίποτα; Πώς δε σε πήρα χαμπάρι; Λένε πως ο έρωτας τυφλώνει, παραμερίζει τη λογική και δρας με την καρδιά... Και εγώ σε ερωτεύτηκα με όλο μου το είναι και όλη μου την ψυχή, σε αγάπησα! Και τώρα πρέπει να σε ξε-αγαπήσω. Το ορκίζομαι πως θα το κάνω, θα σε ξεριζώσω από μέσα μου! Γιατί φυσικά μην περιμένεις συνέχεια έπειτα από αυτό! Το τέλος το γράφω εγώ, όσο και αν με πονάει αλλά είναι αμετάκλητο!

Αυτά τα «Θα χωρίσω, ζούμε συμβατικά για το παιδί αλλά εννοείται κοιμόμαστε και μαζί και κάνουμε και τα υπόλοιπα που κάνει ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι», εγώ δεν τα σηκώνω και δεν τα χάβω.

Και τώρα πώς θα μάθω να πορεύομαι μόνη, χωρίς εσένα; Nα μη μου λες καλημέρα όσες φορές ξυπνούσαμε μαζί ή καληνύχτα το βράδυ που με έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά σου; Πώς θα ξαναεμπιστευτώ κάποιον έπειτα από αυτό; Σου τ’ ορκίζομαι όμως πως θα τα καταφέρω να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου και την ψυχή μου γιατί δεν σου άξιζα!

Ήμουν πολλή για σένα! Εσένα τελικά δε σου αξίζει τίποτα! Εύχομαι να σε μυριστεί και η γυναίκα σου γιατί και αυτή τη λυπάμαι πραγματικά... Μείνε τώρα στη μίζερη και ανούσια ζωή σου! Όσο για μένα, θα μου πάρει καιρό να συνέλθω και να γελάσω ξανά, αλλά μου αξίζει και θα το κάνω. Και είναι όρκος και υπόσχεση. Στον εαυτό μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ