Εκείνα τα «για πάντα» που έγιναν «τα λέμε»

Εκείνα τα «για πάντα» που έγιναν «τα λέμε»

Μια φορά κι ένα φθινόπωρο ήταν μια αγάπη. Γεννήθηκε σε γαλανά νερά του Ιούλη. Πέρασε τα μελτέμια του Αυγούστου κι εκείνη την Πανσέληνο που καμιά καρδιά δε μένει δίχως σκίρτημα μπροστά της.

Εκείνη έλεγε για πάντα.
Εκείνος έλεγε για πάντα.
Δίνανε υποσχέσεις αιώνιας αγάπης κι ήταν τα τζιτζίκια του καλοκαιριού μάρτυρες και τραγουδιστάδες αυτού του δεσμού.

Κι ήρθε Σεπτέμβρης. Και κάπως θάμπωσε τούτο το «για πάντα».
Σα να ξεθύμανε η δύναμη του όρκου.
Ίσως να έφταιξε η ρουτίνα. Από το γραφείο εκείνη δεν έβλεπε θάλασσα.
Ούτε κι αυτός από το μαγαζί. Σιγά σιγά δε βλέπονταν ούτε οι ίδιοι.
Αραίωσαν.
Κι αυτή η απόσταση που τους πείραζε τόσο, πια δεν ήταν και τόσο κακή.
Ξαφνικά έγινε ανακουφιστική. Και κάπως έτσι το «για πάντα» έγινε «βλέπουμε». Και το «βλέπουμε», «δε βαριέσαι», και το «δε βαριέσαι», «τα λέμε».

Μια φορά κι ένα φθινόπωρο ήταν μια αγάπη.
Δεν άντεξε ως τα πρωτοβρόχια, δεν μπόρεσε ως τα κρύα.
Όμοια με χελιδόνι πέταξε σε θερμά μέρη πριν καν ψυχράνει ο καιρός.
Ψύχραναν οι καρδιές και δεν το άντεξε.
Την έκανε για αλλού. Με μνήμες από φιλιά και υποσχέσεις να κουνάνε τα φτερά της και μιαν ελπίδα:
Πως θα της κλήρωνε μια φορά ένα «για πάντα» που θα έμενε όπως ακριβώς υποσχόταν: παντοτινό…