Εκείνοι οι «αδύναμοι» με τη μεγάλη καρδιά, την πονεμένη

Εκείνοι οι «αδύναμοι» με τη μεγάλη καρδιά, την πονεμένη

Δείξε μου την ευτυχία γύρω σου.
Σήκωσε απλά το δάχτυλο και δείξε προς κάποια κατεύθυνση κι εγώ θα προσπαθήσω να τη δω.
Γιατί δεν κουνιέσαι; Γιατί δε δείχνεις; Τι σημαίνει τούτη η ακινησία σου;
Πού πήγε η ευτυχία; Πού χάθηκε και πού μπορεί κανείς να τη βρει;

Βλέπω γύρω μου ανθρώπους μόνους. Ανθρώπους δίχως τώρα, που ελπίζουν σε ένα αύριο. Ζουν με το χθες και υποφέρουν από την ανάμνησή του. Όταν αυτό υπήρξε κακό, υποφέρουν στη θύμηση του πόνου. Όταν αυτό υπήρξε καλό, υποφέρουν στη θύμηση της απώλειας.

Κάτι ζητούν. Κάτι πλασμένο από αέρα, να γεμίσει τα κενά τους. Να τους κάνει να νιώσουν ξανά πλήρεις.
Ο πόνος τους μεταφέρεται από την ψυχή στο σώμα. Τα απωθημένα, τα προσδοκούμενα, όλα αυτά που θέλουν και δεν έχουν, που δεν έρχονται, γίνονται πόνος σωματικός. Γέμισε ο κόσμος δυστυχία κι αυτοάνοσα. Πονά η ψυχή, πονά το κορμί, πονά ολόκληρη η ύπαρξη. Κι απάντηση καμία.

Γιατί;

 Γιατί να μην παλεύεται η μοναξιά; Να μην παλεύεται η απόρριψη;
Γιατί να μην μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει ό,τι ήρθε κι έφυγε ή ό,τι δεν εμφανίστηκε ποτέ;
Δύσκολες εξισώσεις της καρδιάς, άλυτες.
Δύσκολες εξισώσεις του κορμιού, άλυτες κι αυτές.

Πόσο ιδανικό θα ήταν να μπορεί κανείς να ελέγχει τον πόνο του. Να μπλοκάρει τον καημό της καρδιάς, να τον εμποδίζει να προχωράει παραπέρα.
Γίνεται;
Κάποιοι λένε ότι το μπορούν.
Άλλοι πάλι, εκείνοι οι "αδύναμοι" με τη μεγάλη καρδιά, την πονεμένη, τη γεμάτη τρύπες, δεν τα κατάφεραν ποτέ. Πονά το στομάχι τους, πονά το κεφάλι τους, πονά το δέρμα τους γιατί απλούστατα υποφέρει η καρδιά τους. Οξύς ο πόνος, απροσδιόριστος για τους πολλούς, συγκεκριμένος γι’ αυτόν που τον νιώθει.

Μοναξιά τη λένε...
Μια μοναξιά που δεν έχει άλλο τρόπο να εκφραστεί, που στέρεψε πια από το κλάμα.
Η μοναξιά του ανεκπλήρωτου, του τελειωμένου, του χαμένου από καιρό.
Πάνω από όλα όμως, η μοναξιά του ανέλπιδου…
Κι αυτή, αλίμονο, δεν παλεύεται με τίποτα...