Παλεύω για εκείνο το «μαζί» που δεν έγινε ποτέ δικό μου

Παλεύω για εκείνο το «μαζί» που δεν έγινε ποτέ δικό μου

Ένα δύο τρία...
Παίρνω βαθιές ανάσες. Σε νιώθω να έρχεσαι κι εγώ ανασαίνω και μετρώ για να σε διώξω.

Να φύγεις, ακούς, να φύγεις. ΘΑ φύγεις...
Εγώ θα σε διώξω γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με κούρασες. Γιατί δεν αντέχω άλλο πια.

Θυμάμαι πώς ήμουν πριν από σένα. Είχα φως κι όχι σκοτάδια. Δε φοβόμουν, πίστευα σε μένα, πίστευα στην καλή πλευρά των ανθρώπων, της ζωής, της τύχης.

ΚΙ ύστερα ήρθε Εκείνος. Δεν τον περίμενα κι όμως ήρθε. Δεν του έριξα δεύτερη ματιά, δε χρειάστηκε. Με την πρώτη ήρθε και με έδεσε πάνω του. Με χόρεψε όπως μόνο αυτός ήξερε να κάνει. Στροβιλίστηκα στους ρυθμούς του, τυφλώθηκα από το φως του και δεν έβλεπα πια τίποτα άλλο τριγύρω.

Κι όταν με άδειασε, όταν πια έφυγε παίρνοντας ό,τι έρωτα είχα και δεν είχα να του δώσω, έμεινα η σκιά του εαυτού μου. Έμεινα μόνη, γυμνή, σκοτεινή.

Και τότε ήρθες εσύ.

Το πρώτο βράδυ στο άδειο μας πια κρεβάτι, κυριευμένη από τον πανικό του «δίχως αυτόν», της μοναξιάς που μου είχε εγκατασταθεί πια στο μέχρι άλλοτε δικό του μαξιλάρι, ένιωσα τις παλάμες να ιδρώνουν, τα πόδια μου να τρέμουν, την καρδιά μου να χτυπά σε τρελούς ρυθμούς.

Νόμιζα πως θα πεθάνω. Ξάπλωσα το πάτωμα, με ανακούφιζε η παγωνιά του. Ξάπλωσα κι είπα πως εκεί θα πεθάνω, εκεί θα με βρουν, μαραζωμένη από την απώλεια, με καρδιά παγωμένη από τη θλίψη.

Η κρίση ήρθε και πέρασε. Και ξανάρθε. Έπαψα να μετρώ.

«Ζήτα βοήθεια» μου ψιθύρισε μια φωνίτσα μέσα μου. Ίσως να ήταν και η τελευταία φωνή λογικής μες στην παράνοια που ζούσα.

Δεν το έκανα αμέσως. Θυμάμαι τη φορά που μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο. Εγώ ζητούσα να γυρίσει κι αυτός τα δεύτερα κλειδιά του αυτοκινήτου. Πέταξα το κινητό στον τοίχο για να μην ακούω τη φωνή του όσο τσίριζα. Αυτό, παρότι έπεσε με δύναμη, εξακολουθούσε να ακούγεται. Το ξανασήκωσα, το τσαλαπάτησα με μένος κι έπεσα στο πάτωμα κλαίγοντας δίχως λυγμούς. Ούρλιαζα. Γδερνόταν ο λαιμός μου, στέρευε η ανάσα μου.

Σαν κόπασε όλο αυτό, σηκώθηκα, συναρμολόγησα το κινητό και κάλεσα σε βοήθεια.

Από εκείνη την ώρα ξεκίνησα να παλεύω τους δαίμονές μου. Δεν είναι πάντα εύκολο.  Το παλεύω όμως.

Κάθε που αρχίζουν να τρέμουν τα πόδια και η καρδιά μου, ανασαίνω βαθιά. Κάνω μια ευχάριστη σκέψη, κρατώ σφιχτά ένα χέρι. Πια μοιράζομαι, δεν τα κρατάω μέσα μου. Κι αυτό ήταν και το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσω όσα με κατατρέχουν.

Αυτός δε γύρισε ποτέ. Κάπου, κάποτε έμαθα ότι παντρεύτηκε, έκανε παιδί. Εγώ παραμένω μόνη. Με πειράζει αλλά την παλεύω. Μιλάω γι' αυτό, κάνω πράγματα που αγαπώ, περνά ο καιρός.
Ελπίζω σε εκείνο το «μαζί» που εκείνος μου στέρησε. Παλεύω για εκείνο το «μαζί» που δεν έγινε ποτέ δικό μου.
Ελπίζω και ζω.
Και βλέπουμε...