Τον έρωτα φοβάσαι πιο πολύ ή εσένα;

Τον έρωτα φοβάσαι πιο πολύ ή εσένα;

Αλήθεια τι φοβάσαι πιο πολύ; Τον Έρωτα  ή Εσένα;

Τι φοβάσαι; Ν’  ερωτευτείς ή μήπως μην σ’ ερωτευτούν τόσο που δεν θ’ αντέχεις;

Τι, φοβάσαι να  δοθείς;  Γιατί; Μην ξοδευτείς;

Μην αναλωθείς στα ίδια; Τι;

Θες να ζήσεις…λες!

Σωστά! Αλλά πώς;

Τι νόημα μπορεί να έχει μια ζωή χωρίς έρωτα; Χωρίς Αγάπη; Αναρωτήσου.

Τι νόημα έχουν ακόμη κι οι πιο όμορφες λέξεις αν δεν χαρίζονται  κάπου;
Αν δεν ματώνουν τα χείλη σου όταν τις ξεστομίζεις;
Τι νόημα έχουν τα όνειρά σου αν κλείνουν  μόνο εσένα  μέσα τους;
Αν δε τα μοιράζεσαι με κάποιον;

Ψέματα! Όχι απλά με «κάποιον»! Μ’ αυτόν! τον εκλεκτό της καρδιάς σου!
Αυτόν, που μόλις τον σκεφτείς…λάμπεις! και χαμογελάς! και νιώθεις κύματα από πεταλούδες να χορεύουν στο  στομάχι σου!

Αυτόν, που δίνει γεύση στις στιγμές σου!
Λόγο ύπαρξης στις ανάσες σου.! Νόημα στις λέξεις σου!
Αυτόν, που είναι η κινητήριος δύναμη στις σκέψεις σου!

Ποιά γλυκανάλατη ζωή, λοιπόν  πασχίζεις να κρατήσεις;

Πού πας; Πού βαδίζεις;

Τι νομίζεις καφεδάκι είναι η ζωή, να την πίνεις με ολίγη, μέτρια  ή  σκέτη;

Ένταση θέλει, η ζωή! Γεύση! Γλύκα! Νοστιμιά!

Χωρίς το χρώμα, το άρωμα , τη γεύση του έρωτα θα είναι πικρή και άνοστη.

Θα είναι φτωχική και καταδικασμένη.
Καταδικασμένη και άδεια θα είναι, χωρίς το κορυφαίο (συν)αίσθημα όλων.

Μια πυραμίδα χωρίς κορυφή… Αυτό θα είναι!
Για σκέψου…
Τι αξία;  Τι ομορφιά μπορεί να έχει ένα σχήμα κολοβό; Ευνουχισμένο, ατελές, μισό;

Για πόσο νομίζεις θα μπορείς να ξεγελάς τον εαυτό σου με καμουφλαρισμένα ψέματα, τα άδεια βράδια σου;

Για πόσο θα αντέχεις να θάβεις βαθειά τις αλήθειες, μη βγουν στο φως και σε τυφλώσουν;

Για πόσο θα σε ανέχεται ο εαυτός σου να τον καταδικάζεις σε μια Άχρωμη, Άοσμη, Άγευστη, Άνοστη κι Ανόητη ζωή;

Είναι πολλά τα στερητικά «Α».

Το ξέρεις πως έτσι., πουθενά δε θα φτάσεις!
Κανένα κενό δε θα γεμίσεις!

Θα παλεύεις για το «τίποτα» και τίποτα θα παίρνεις!
Θα υπάρχεις αλλά ΔΕ ΘΑ ΖΕΙΣ!

Τώρα θα μου πεις…
Ωραία τα λόγια,  μα στις πράξεις πληγώνει ο έρωτας!
Ναι, θα σου πω.

Όταν είναι μικρές! Λίγες! Ανούσιες! Ανύπαρκτες!
Άλλωστε, το έζησες! Το ξέρεις!
Νάτες οι πληγές σου! Ακόμη πονούν…
Τις νιώθεις σαν μαχαιριές  να σε τρυπούν, κάθε π’ αλλάζει ο καιρός.

Σε κάθε νύχτα ζόρικη που παλεύεις με λάθη, όνειρα και αναμνήσεις και δε σε βγάζει πουθενά.
Σε κάθε μέρα που συναντάς ανθρώπους όμορφους από έρωτα μεταξύ τους και ενδόμυχα τους ζηλεύεις…

Ζηλεύεις την αγκαλιά, τη σπίθα στα μάτια τους, τη γλύκα στα πρόσωπά τους, τα μπλεγμένα δάχτυλά τους.
Κι είναι κι αυτό το φεγγάρι, που σε κάνει να μελαγχολείς και να νιώθεις ακόμη πιο άδεια που δεν έχεις με ποιόν να μοιραστείς τη μαγεία του…

Κατά τ’ άλλα… εσύ  δε θες να ερωτευτείς, γιατί φοβάσαι!

Κάνεις ένα τραγικό λάθος, όμως!
Επιμένεις να  «διατηρείς τις πληγές σου ζωντανές»  στην άλμη των δακρύων σου.
Δε τις αφήνεις να ξεραθούν και να κλείσουν.

Πονάς και ξέχασες πόσο όμορφα είναι, όταν ο έρωτας μεστώνει και μεταλλάσσεται σε αγάπη, νοιάξιμο για τον άνθρωπό σου, φόβο μην τον χάσεις από τη ζωή σου!

Έλα…Ξεκόλλα! Αξίζει να προσπαθήσεις πάλι.

Μη τρέμεις τον έρωτα!

Αν ο έρωτας πληγώνει, η Αγάπη λυτρώνει! Εμπιστέψου την!

Κι αν πληγωθείς ξανά, ο λάθος άνθρωπος θα φταίει κι όχι η Αγάπη!

Αγάπα κι Αγαπήσου λοιπόν! Χωρίς φόβο,  αλλά με πολύ πάθος!

Και μάθε να γλείφεις τις πληγές σου για να γιάνουν.

Α! και που είσαι; Να νιώθεις τυχερός/ή  που ακόμη ματώνεις…
Μη ξεχνάς. Το προνόμιο να ματώνουν το έχουν μόνο οι ζωντανοί!

Χριστίνα Ζαμπούνη