Δεν πληγώνουν όλοι οι έρωτες, μη φοβάσαι!

Δεν πληγώνουν όλοι οι έρωτες, μη φοβάσαι!

Στα παραμύθια που διάβαζε μικρή ήξερε για εκείνη την πολιτεία, την πολύ μακρινή από το αστέρι της που οι άνθρωποι ένιωθαν με την καρδιά και περπατούσαν με τα πόδια. Κι αυτό της φάνταζε τόσο λάθος! Μα πώς γίνεται να νιώθεις με κάτι που δεν μπορείς να δεις; Με κάτι που δεν μπορείς να πιάσεις;

Ανήκουστα πράγματα. Ή απλά… παραμύθια για παιδιά. Εκείνη όμως πήγαινε καιρός που δεν ήταν πια παιδί και ήξερε ότι οι άνθρωποι στο δικό της αστέρι ένιωθαν με τα πόδια.

Περπατούσαν πάντα ξυπόλητοι για να έχουν άμεση επαφή με τα συναισθήματά τους.

Δεν ήταν πάντα εύκολο αυτό. Για την ακρίβεια δεν ήταν καθόλου εύκολο! Υπήρχαν τόσα πράγματα που μπορούσε να πατήσει κανείς και να του πληγιάσουν τα πέλματα.

Οι προδοσίες ήταν αιχμηρά χαλίκια. Οι απώλειες ήταν σπασμένα γυαλιά, μπήγονταν στο δέρμα κι ακόμη κι αν έφευγαν κάποτε, άφηναν σημάδια.

Οι χαρές ήταν στρωμένα παχιά χαλιά που χαιρόσουν να βουλιάζεις πάνω τους.

Και οι έρωτες; Αχ οι έρωτες δεν ακολουθούσαν νόρμες. Ένα θολό, συννεφένιο στρώμα σκέπαζε εκεί που πατούσες και δεν ήξερες τι θα πατήσεις.

Δεν ήξερες τι θα νιώσεις. Ηδονή ή πόνο;

Θα μου πεις έτσι ήταν οι έρωτες και στα παραμύθια της. Άγνωστοι… Απρόβλεπτοι…

Πάντως αυτή περπατούσε όσο λιγότερο γινόταν. Ήταν βλέπεις γεμάτα σημάδια από παλιές πληγές τα πόδια της και καμιά αστερόσκονη δεν τα εξαφάνιζε.

Κάποτε περπατούσε πολύ. Έτρεχε και δεχόταν κάθε τι που άγγιζε τα πόδια της. Το ένιωθε ως το κόκαλο. Μόνο που απογοητεύτηκε.

Ήταν οι έρωτες που την απογοήτευσαν. Περίμενε χαλιά και της έρχονταν πέτρες.

Περίμενε λείο κι απαλό πάτωμα και της έσκαγαν τραχιά χαλίκια.

Κι έτσι είπε τέλος.

Τέλος οι έρωτες, τέλος το περπάτημα, τέλος οι πληγές και οι απογοητεύσεις.

Τώρα πια περπατούσε σπάνια κι όχι χωρίς φόβο.

Προτιμούσε να στέκεται στα σίγουρα, σε εκείνα που μπορεί να μην ήταν πολύ μαλακά αλλά τουλάχιστον δεν τη μάτωναν.

Και περνούσαν τα χρόνια. Και ήταν βαρετά. Κάτι της έλειπε αλλά δεν καταλάβαινε τι.

Τη μέρα που αναγκάστηκε να κάνει δυο τρία βήματα, τα πρώτα μετά από καιρό, σκόνταψε κι έπεσε με τα μούτρα. Ξαφνιάστηκε! Δεν την υπάκουγαν τα πόδια της! Δεν ένιωθε. Τι είχε πάθει;

Βαρέθηκαν να σε περιμένουν να νιώσεις κι εσύ να φοβάσαι, της είπε μέσα της μια φωνή.

Ήταν η καρδιά της!

Είχε φωνή η καρδιά της, όπως και στα παραμύθια!

Έπαψες να περπατάς από φόβο. Έπαψες να νιώθεις από φόβο. Μήπως τελικά θα’ταν καλύτερο να νιώθεις με την καρδιά; Όπως στα παραμύθια; Με μένα δηλαδή!

Εκείνη δεν απάντησε. Μόνο της έστειλε μερικά επίμονα καρδιοχτύπια σαν απόδειξη πως το ζιζάνιο που είχε σπείρε η τεμπέλικη καρδιά είχε κάνει τη δουλειά του.

Τι έκανα; σκέφτηκε.

Τα πόδια μου θέλησα να προστατεύσω από το να πονούν και τελικά μου έκανα κακό. Τώρα δεν τα νιώθω κι αυτός ο πόνος είναι μεγαλύτερος. Μα θα το αλλάξω. Όχι γιατί έπαψα να φοβάμαι αλλά γιατί το να μην αντιμετωπίζω ότι φοβάμαι πονάει περισσότερο.

Έτριψε τα μουδιασμένα από την αχρηστία πόδια της κι έκανε ένα δειλό βήμα. Και ύστερα άλλο ένα. Σα μεθυσμένη… Αλλά τουλάχιστον κινούνταν!

Πάλι καλά, δουλεύουν ακόμη. Τέρμα πια ο φόβος της πληγής που μπορεί να μην έρθει και ποτέ. Τώρα θα περπατώ. Θα τολμώ. Κι ότι είναι να νιώσω, θα το νιώσω. Κι ας γεμίσουν τα πόδια μου πληγές. Θάναι δικές μου και θα τις αγαπώ. Θα είναι τα ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ.

Αυτά είπε και προχώρησε. Είχε χάσει πολύ καιρό και ήθελε να τον κερδίσει. Είχε να περπατήσει χιλιόμετρα.

Είχε να υποδεχτεί με τα πέλματά της χαλίκια, να απολαύσει χαλιά, να κλάψει με γυαλιά.

Είχε να νιώσει…

Στεύη Τσούτση