Δε θα αφήσω να σηκώσεις ξανά χέρι πάνω μου

Δε θα αφήσω να σηκώσεις ξανά χέρι πάνω μου

Έκλεισες τη πόρτα πίσω σου και άρχισες να τρέχεις, τόσο γρήγορα που νόμιζες πως η ανάσα σου θα κοπεί.

Περασμένα μεσάνυχτα, ψιλόβροχο, και εσύ χώθηκες στο παρκάκι μερικά τετράγωνα πιο πάνω απ’ το σπίτι σου.
Σπίτι σου… που λέει ο λόγος. Ήταν, δεν είναι πια.
Το παρκάκι σκοτεινό, μόνο δυο λάμπες έχει, στις εξόδους, παραμέσα σκοτεινιά, και αγριάδα.

Πόσο πιο ασφαλές απο εκεί που ήσουν, πόσο πιο ζεστό απ’ το σώμα του καλοριφέρ σου. Ανεβαίνεις στη πλάτη στο παγκάκι, και χώνεσαι όσο πιο βαθιά μπορείς κάτω απ τα παχιά φυλλώματα, να μη σε πιάνουν οι ψιχάλες.
Καθώς ανάβεις ένα τσιγάρο, τα χείλη σου φανερώνουν το μελανό χρώμα τους, σημάδια αγάπης απο έναν άντρα που απλά και μόνο έχει αυτό τον τίτλο, χωρίς όμως να του αξίζει.

Την πλήρωσες την αγάπη αυτή κοπελιά, την ψευδαίσθηση πως ανήκεις σε κάποιον. Στην αρχή οι εκρήξεις ζήλιας ήταν καμώματα αγάπης, οι απαγορεύσεις σημάδια πως δεν ήθελε να σε χάνει απ’ τα μάτια του, απ’ την πολλή λατρεία.
Όταν άρχισε να σε μειώνει σαν προσωπικότητα, να επιμένει πως χωρίς αυτόν δεν αξίζεις, κάπου αντέδρασες. Θέλησες να έχεις την άποψη σου, αλλά το πλήρωσες, με δυο χαστούκια όταν μείνατε οι δυο σας.
Βρήκες το θάρρος και σήκωσες κεφάλι, φώναξες, απείλησες, και είδες τον σπουδαίο κατά τα άλλα άντρα να μαζεύεται δίπλα σου σαν το σκυλάκι που θέλει να του χαϊδέψεις το κεφάλι, μετά απο αταξία.
Αγάπη είπε, αυτήν ανέφερε, αυτήν κάλεσε για βοήθεια. Με τυφλώνει η αγάπη, κανείς δεν μπορεί να σε αγαπήσει όπως και εγώ.
Τον πίστεψες και εσύ από αγάπη τον συγχώρησες. Μόνο που τότε δεν μπορούσες να καταλάβεις πόσο διαφορετικά κόστιζαν σαν αξία η κάθε μια. Η στάχτη στα μάτια κράτησε για λίγο καιρό, τόσο όσο για μερικά χαστούκια ακόμα.
Με το ένα χέρι υψωμένο έτοιμο για τιμωρία, και το άλλο στο στήθος σου, σε κρατούσε ακίνητη στο καναπέ.

Εκείνη τη στιγμή η έκρηξη στο μυαλό σου έγινε και πήρε τον πιο βαρύ όρκο της μέχρι τώρα ζωή σου. Θα έφευγες μακριά απο τούτη τη σχέση δηλητήριο, θα άφηνες τη λήθη να σβήσει το τέρας που φώναζε πάνω στο πρόσωπο σου, πως ήταν ο μόνος που άξιζε τον σεβασμό σου, ανάμεσα στους άχρηστους στη δουλειά.
Συγχρόνως σκεφτόσουν την κατάντια σου, πως έφτασες μέχρι εδώ;

Πως επέτρεψες στον εαυτό σου να βρίσκεσαι σε αυτήν την στάση. Έρμαιο στα χέρια ενός υπάνθρωπου, πως τυφλώθηκες έτσι; Την σιωπή σου την πέρασε για υποταγή, σε άφησε αλλά συνέχισε να δίνει παραδείγματα, του άντρα που είναι, να θεωρεί πως πρέπει να κάνεις και τον σταυρό σου, για την καλή σου τύχη. Γιατί άντρες δεν υπάρχουν πια κοριτσάκι… και πάνω στα λόγια του αυτά, το επόμενο χαστούκι. Και το τελευταίο. Το κατάλαβε, το διάβασε στα μάτια σου, καθώς ανασηκωνόταν. Πολύ θα ήθελε να έχει το ύφος του θριαμβευτή, αλλά έκανε πίσω. Δε σου έδωσε χώρο να σηκωθείς, τον πήρες μόνη σου, και ήταν το πρώτο που άρπαξες.

Στυλώθηκες στα πόδια σου, τίναξες το κεφάλι σου, λες και πετούσες τις σκόνες απ’ το άγγιγμα του. Δεν θα καταλάβεις ίσως ποτέ, πόσο μικρός ένιωσε καθώς το σώμα σου φούσκωνε, απ’ την χαμένη αξιοπρέπεια και την δύναμη του εγώ σου.
Κάθε σου κύτταρο τον μίκραινε, μέχρι που έγινε αυτός που πραγματικά ήταν πάντα.

Ένας ασήμαντος, που εσύ, και μόνον εσύ, του είχες δώσει μυθικές διαστάσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος στην πιο κατάλληλη ώρα, μας δίνει τα πιο ακατάλληλα αποτελέσματα. Και η νύχτα προχωρά, και μαζί της και εσύ που μετά απο πολύ καιρό περιμένεις κάτι. Καθισμένη σαν το πουλάκι στο παγκάκι, χωρίς να φοβάσαι καθόλου τη νύχτα και τους θορύβους της, αποφασίζεις πως το κάθε πρώτο φως της αυγής απο δω και μπρος θα είναι δώρο για σένα.
Αν μπορεί κάποιος να σου δώσει το φως της ζωής πίσω, αυτός είναι ο εαυτός σου.
Δεν του προσφέρεις λοιπόν μια μονάχα αυγή, αλλά όλες, και αυτές σου αξίζουν.

Θεοδώρα Ατζεμιάν