Τα Χριστούγεννα της Απώλειας

Τα Χριστούγεννα  της Απώλειας

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μεγάλη και όμορφη πολιτεία, οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

Νοιάζονταν ο ένας τον άλλον και μοιράζονταν απλόχερα την καλοσύνη και την καλή τους την κουβέντα. Όσες φορές κι αν προσπάθησαν να τους λεηλατήσουν η ζήλια και η κακία, εκείνοι έβαζαν ασπίδα την καρδιά τους και κρατούσαν τα τείχη τους απροσπέλαστα.

Η πολιτεία τους ήταν ξακουστή στις γύρω πολιτείες και ήταν αρκετοί αυτοί που προσπάθησαν να ενωθούν με τους ανθρώπους της, χωρίς να τα καταφέρουν. Αποδείχτηκε πως ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσεις βαθιά θαμμένη τη σκοτεινιά σου, ώστε να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Ήταν πολλοί αυτοί που άνοιξαν μόνοι τους τη βαριά, σιδερένια πύλη και πήραν ξανά τον δρόμο της επιστροφής στον κόσμο τον δικό τους. Αυτόν που ήξεραν καλά και μέσα του μπορούσαν να λατρεύουν ελεύθερα τον μοναδικό εαυτούλη τους.

Στο μεταξύ, πλησίαζαν πια Χριστούγεννα και είχαν ξεκινήσει από νωρίς οι ετοιμασίες… Χαρά στη χαρά, δυο φορές χαρά! Οι άνθρωποι στόλισαν τα σπίτια τους για να φωτιστούν οι γωνιές τους, μοσχομύρισαν οι κουζίνες τους με γλυκίσματα λογιών λογιών, γέμισαν οι δρόμοι με χαρούμενες φωνές μικρών και μεγάλων… Τι όμορφη εποχή, πόσο λαμπερές μέρες, γεμάτες αγάπη και θαλπωρή!

Μια μέρα και λίγο πριν ανάψουν τα λαμπιόνια στο τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο της κεντρικής πλατείας, ένα απροσδόκητος επισκέπτης στάθηκε έξω από τα τείχη της πολιτείας, Ήταν η Απώλεια, έτσι τουλάχιστον ονομάτισε τον εαυτό της αυτή η γυναίκα με τα κουρελιασμένα  ρούχα και το αποστραγγισμένο από χαρά βλέμμα. Οι άνθρωποι της πολιτείας σκιάχτηκαν μόλις την είδαν… Βλέπετε, δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια να είναι δείξει την παραμικρή έστω χαρά κι ας ήταν ψεύτικη, όπως είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι που είχαν ζηλέψει τη δική τους.

Η είδηση της παρουσίας της συγκέντρωσε τον κόσμο στα τείχη και όλοι την κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια, χωρίς να είναι σίγουροι για την απόφαση που έπρεπε να πάρουν. Σίγουρα, σε μια πολιτεία που η αγάπη είχε τον πρώτο λόγο, όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι. Αναρωτιόνταν, όμως, αν θα μπορούσε αυτή η δυστυχισμένη γυναίκα να αντέξει τόση χαρά. Θα μπορούσε άραγε να μοιραστεί μαζί τους τη θλίψη που την είχε τυλίξει, ώστε να αλαφρύνει λιγάκι το βάρος της καρδιάς της;

Όση ώρα εκείνοι μοιράζονταν αυτές τις σκέψεις, η Απώλεια, παρέμενε ακίνητη, με το βλέμμα της, σκληρό κι απόμακρο, να κοιτάζει σιωπηλή την απαραβίαστη πύλη. Το καμπουριασμένο κορμί της με τα βρώμικα και σκισμένα ρούχα της να πέφτουν άχαρα πάνω του, έκανε τα μικρά παιδιά να τρομάζουν και να κρύβονται σιωπηλά στο φουστάνι της μητέρας τους.

Τελικά, αποφάσισαν να βοηθήσουν αυτήν την ταλαιπωρημένη - και όπως όλα έδειχναν πολύ πληγωμένη γυναίκα - να ξεπεράσει ή έστω να ξεχάσει για λίγο τον σπαραγμό που φαινόταν να ταράζει τα σωθικά της… και άνοιξαν την πύλη της πολιτείας για να περάσει μέσα.

Η Απώλεια, προχώρησε με αργά βήματα, χωρίς να βγάλει κουβέντα. Μόνο θαρρείς πως τα μάτια της σαν να γέμισαν δάκρυα, που όμως δεν τα άφησε να τρέξουν για να λυτρωθούν.

Οι μέρες ακολούθησαν η μια την άλλη κι εκείνη παρέμεινε βουβή και σκυθρωπή μέσα στο σπιτάκι που της είχαν διαθέσει. Τα παραθυρόφυλλά της ερμητικά κλειστά, δεν άφηνε καμιά σταλαγματιά από φως να τρυπώσει κλεφτά ανάμεσά τους. Τυλιγμένη ακόμα στα ίδια κουρελιασμένα ρούχα, είχε κουλουριαστεί στον καναπέ της, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό και βυθισμένη στις σκέψεις της.

Κι έτσι, με τούτα και με τ’ άλλα, ήρθαν και πέρασαν τα Χριστούγεννα… Οι μέρες βρήκαν πια τον συνηθισμένο τους ρυθμό στην μεγάλη και όμορφη πολιτεία των χαρούμενων ανθρώπων. Ώσπου μια μέρα, ένας θόρυβος από το σπίτι της Απώλειας, έκανε τους περαστικούς να γυρίσουν το κεφάλι. Το παραθύρι της καιρό τώρα κλειστό, άνοιξε βγάζοντας έναν τσιριχτό θόρυβο… Κι εκείνη έδειξε το ωχρό πρόσωπό της και τους κοίταξε με βλέμμα που τους φάνηκε σαν να έμοιαζε πιο γαλήνιο, ενώ στους ώμους της ήταν ριγμένο ένα καθαρό, καινούριο σάλι…

-Καλημέρα, τους είπε με ήρεμη φωνή.

-Καλημέρα της απάντησαν ενθουσιασμένοι.

Κι έτσι, η Απώλεια έμεινε στην πολιτεία και σιγά σιγά συνήθισε να ζει με τους άλλους ανθρώπους. Χρόνο με τον χρόνο και καιρό με τον καιρό, έμαθε κοντά τους να μερώνει το θεριό του πόνου μέσα της. Μόνο που από τότε, μέχρι και σήμερα ακόμα, κάθε Χριστούγεννα κλείνεται στο σπιτικό της, σφραγίζει τα παραθύρια της στη χαρά κι αφήνει τον πόνο της να ξεχυθεί και να κονταροχτυπηθεί με τη μοναξιά, που έχει πια ποτίσει τους τοίχους, μέχρι να εξαντληθεί και να ημερέψει πάλι.

Λένε πως μαζί μ’ αυτήν, οι Απώλειες που ζουν στις άλλες πολιτείες, ακολουθούν το παράδειγμά της και κάθε Χριστούγεννα κλείνονται κι αυτές στο σπιτικό τους, με συντροφιά τον καημό, το μαράζι και τη μοναξιά, μέχρι που αυτές οι γιορτινές πια μέρες να τελειώσουν…