Ο φόβος σου στερεί τη ζωή. Ζήσε!

Ο φόβος σού στερεί τη ζωή. Ζήσε!

Ξύπνησα στις 4 το ξημέρωμα έντρομη. Εφιάλτης πάλι. Από αυτούς που είσαι τόσο σίγουρη ότι δεν είναι απλά ένα όνειρο. Πέθαινα λέει.

Κάποιος με κυνηγούσε ή κάτι τέτοιο. Αλλά πέθαινα. Ένιωθα σιγά σιγά την ψυχή να εγκαταλείπει το σώμα μου. Και λυπόμουν και έκλαιγα. Για κείνα που δε θαβλεπα ξανά, για κείνους που δεν είπα σ’ αγαπώ και για εκείνους που δεν τόλμησα να τους κάνω μια τελευταία αγκαλιά.

Σκέφτηκα μέσα στον ύπνο μου πως δε θα ξανάβλεπα τον ήλιο και τη θάλασσα. Πως δε θα βρισκόμουν ξανά σε σπίτι με φίλους να παίζω επιτραπέζια. Πως δε θα ξανάμπαινα σε αεροπλάνο για να ταξιδέψω σε μέρη που ονειρεύτηκα.
Τα βήματά μου ήταν αργά και βαριά. Προσευχόμουν να μην πεθάνω μα ήξερα ότι τίποτα δεν άλλαζε. Ως εδώ ήταν το γραμμένο μου. Και ήμουν τόσο νέα για κάτι τέτοιο. Δεν είχα κάνει οικογένεια, δεν είχα κάνει σύντροφο αυτόν που είχα ερωτευτεί και δεν είχα δει τα παιδιά των φίλων μου να μεγαλώνουν. Πονούσα σε κείνο το όνειρο. Για τις μουσικές που δε θα ξανάκουγα, για τα ξενύχτια που δε θα ζούσα, για τους χορούς που δε θα χόρευα ποτέ.

Ευτυχώς ξύπνησα. Ήταν τέσσερις ακριβώς. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Άνοιξα τα μάτια μου και δεν είχα κλείσει την τηλεόραση. Ο σκύλος στα πόδια μου ανάσαινε βαριά. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Ευχαρίστησα ό, τι Θεό υπήρχε και ορκίστηκα. Ορκίστηκα να μην αφήνω τις στιγμές μου να περνάνε. Ορκίστηκα πως θα εκμεταλλεύομαι κάθε δευτερόλεπτο ανάσας και ζωής. Ορκίστηκα πως όταν τον ξαναδώ θα του πω πως τον αγαπάω.
Ορκίστηκα πως δε θα βαριέμαι να βγω βόλτα όταν με καλούν.

Δεν ξέρω τι από αυτά θα πράξω. Μπορεί τίποτα μπορεί και όλα. Μα θα προσέχω τον εαυτό μου γιατί θέλω να φτάσω τα γεράματα. Θέλω να ζήσω όλο τον κύκλο μου.

Μην αφήνεις λεπτό να περνάει. Εγώ απόψε πήγα και γύρισα κι ας ήταν ένα όνειρο και δε μ’ άρεσε καθόλου. Εσύ κάντο πριν να φοβηθείς. Γιατί ο φόβος σού στερεί ζωή και μεις θέλουμε να πιούμε κάθε γουλιά της. Απλά ζήσε.