Εκείνες που πάλεψαν μόνες με το θεριό από ανάγκη και όχι επιλογή

Εκείνες που πάλεψαν μόνες με το θεριό από ανάγκη και όχι επιλογή(pinterest)

Εκείνες που κράτησαν την ομορφιά της ψυχής τους πάνω απο την ασχήμια του καρκίνου και έγιναν ωραιότερες και πιο ανθεκτικές. Αυτές που ένιωσαν το παγωμένο του χάδι μα δεν τον άφησαν να τις αγκαλιάσει. Που ξεπάγωσαν από το κρύο άγγιγμά του και ζέσταναν με το φως της καρδιάς τους την ύπαρξη τους. Που τους σακάτεψε το σώμα, μα κράτησαν άσπιλη και αμάραντη την ψυχή τους. Αυτές που τους τυράννησε το μυαλό μα δεν φυλάκισε ποτέ το ελεύθερο πνεύμα τους.

Εκείνες που αντάμωσαν με το θάνατο και του έδωσαν να πιει από την δύναμή τους. Τον μέθυσαν από την ψυχική ομορφιά τους. Πότισαν από την αντοχή τους τις αγωνίες και τις ταλαιπωρίες τους. Φίλεψαν τον πόνο τους από το μεδούλι της καρδιάς τους. Του έδωσαν κούπες κρασί βγαλμένες από την ελπίδα και την αισιοδοξία τους. Έφτασαν στον πάτο του και κολύμπησαν με τα ανταριασμένα κύματα για να αναδυθούν ξανά στην επιφάνειά του. Έγιναν θάλασσες για να φτάσουν στην ακτή τους. Και είχαν πάντα αναμμένο φάρο τη θέλησή τους για ζωή να τις καθοδηγεί.

Εκείνες που πάλεψαν μόνες με το θεριό από ανάγκη και όχι επιλογή. Ρίχτηκαν στην αρένα του και μονομάχησαν για τη ζωή τους. Λύγισαν μα δεν έσπασαν. Έπεσαν μα ξαναύψωσαν ολόρθες το ανάστημα τους. Αντίκρισαν το βλοσυρό του πρόσωπο, χαρίζοντας του χαμόγελα. Περιγέλασαν την πείνα του με την γλυκύτητά τους.

Αντιστάθηκαν στο αδηφάγο του βλέμμα. Αδιαφόρησαν και αγωνίστηκαν κοιτώντας κατάματα το λυσσασμένο πρόσωπο του εχθρού τους. Έπεσαν στην λαίλαπα του, μα δεν κάηκαν από τις φλόγες του. Αναγεννήθηκαν ως άλλοι φοίνικες ανακαλύπτοντας τις σημαντικότερες αξίες της ζωής τους.

Εκείνες που αναρριχήθηκαν σέρνοντας και αιμορραγώντας, υψώνοντας σημαία την υγεία τους, στις ψηλότερες κορυφές του κόσμου. Ανέβηκαν σφαδάζοντας τις δύσβατες βουνοκορφές του. Έσπειραν στις πλαγιές της απόγνωσης τους, τους σπόρους της ελπίδας. Φύτεψαν τις ρίζες της υπομονής στην οντότητά τους.

Σκάλισαν στους βράχους της, την καρτερικότητα. Σμίλεψαν στο κουφάρι τους τη θέλησή τους για ζωή. Και άφησαν την ομορφιά της ψυχής τους να ανθίσει στην καταιγίδα αυτής της νόσου.

«Είμαι καλά…» λένε κι ας σπαράζουν απ’ τον πόνο.

«Θα ζήσω…» λένε κι ας παραμονεύει το θανατικό.

Έτριζαν τα δόντια να μην ουρλιάξουν από τις βελόνες. Μην τις ακούσει ο εφιάλτης που παραμονεύει σε κάθε στροφή της ζωής τους και ξυπνήσει. Σκέπασαν τις φοβίες τους πίσω από το στωικό τους ύφος σε κάθε επώδυνη θεραπεία, μην αναγνωρίσει τις αδυναμίες στο ασθενικό τους σώμα. Σφάλιζαν ερμητικά τα μάτια να μην δει τον φόβο που κοιμόταν στην θωριά τους. Και κράτησαν την υπεροχή της ύπαρξης τους , πάνω από τη σωματική καταπόνηση τους.

Αυτές που αγωνίζονται για το πολύτιμο και αναφαίρετο δικαίωμα τους για ζωή. Εκείνες που η ομορφιά της ψυχής τους έσμιξε με την ασχήμια του καρκίνου και τις έκανε ωραιότερες και πιο ανθεκτικές.

Λίτσα Φιλίππου