Οι αναμνήσεις μας πετάνε βράδυ

Οι αναμνήσεις μας πετάνε βράδυ

«Μη αποδοχή» - Σπουδή στις μνήμες

Διάβασα το όνομά της κάποιο βράδυ που έκανα το καθιερωμένο μου σεργιάνι στο διαδίκτυο. Την αναγνώρισα από το δυναμικό της βλέμμα.

Είχαμε κοινούς φίλους στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης γι αυτό δεν το πολυσκέφτηκα.  Αυθόρμητα της έστειλα αίτημα φιλίας. Και το μυαλό μου γύρισε αμέσως  πίσω. Έκανε βαθιά κατάδυση σ’ κείνη την τόσο μακρινή εποχή που δεν ξέρω πια αν θέλω να θυμάται.  Όμως  εκείνο το βροχερό  βράδυ, διαβάζοντας το όνομα της παλιάς συμμαθήτριας επέστρεψα στην έκτη τάξη ενός Δημοτικού Σχολείου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κοντά στο Διοικητήριο.

Ήταν ένα παλιό σχολείο με μεγάλη αυλή και δυο πανύψηλα αγέρωχα κυπαρίσσια. Ανατριχιάζω. Ξαναβρίσκομαι στη μεγάλη αίθουσα κι είμαι ένα πρόωρα μεγαλωμένο, ώριμο για την ηλικία του κορίτσι. Κάθομαι πάντα μπροστά, στο πρώτο θρανίο, για να βλέπω στον πίνακα Έχω μεγάλα μάτια, σκούρα καστανά και μεγάλη μυωπία επίσης, που τότε ακόμα δεν τη γνώριζα, Έχω  και δυο κοτσίδες καστανές που τις μισώ. Θέλω να τις κόψω γιατί οι γονείς μου δεν μου επιτρέπουν να αφήσω ελεύθερα τα μαλλιά.

Τι να πρωτοθυμηθώ….
Μοναχοπαίδι, αφόρητα μοναχικό και μελετηρό. Καταβρόχθιζα εκτός από τα νόστιμα φαγητά – ήμουν χοντρούλα – και ότι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου. Έτσι ταξίδευα μέρα νύχτα και ζούσα μέσα από τους ήρωες των βιβλίων μου μια δεύτερη ζωή. Να σημειώσω ότι αυτό το χούι το διατηρώ μέχρι σήμερα. Ήμουν  καλή μαθήτρια, με λίγους φίλους και ελάχιστα δημοφιλής. Δηλαδή, το άκρως αντίθετο από τη συμμαθήτριά μου που ήταν ένα όμορφο, ανοιχτοκάστανο, ψιλόλιγνο κορίτσι με μάτια γελαστά, ζωηρό βλέμμα και διάθεση πάντα χαρούμενη. Μέτρια στα μαθήματα, όμως από τις πρώτες στην παρέα. Κοινωνική, εξωστρεφής και θορυβώδης, η ψυχή της κοριτσοπαρέας και ασφαλώς το απωθημένο των αναπτυγμένων αγοριών. Καθώς βρισκόμασταν στην προεφηβεία άναβαν οι συζητήσεις πάνω στα πρώτα δειλά χτυποκάρδια με γνώμονα τα φωτορομάντζα των λαϊκών περιοδικών της εποχής και τους γοητευτικούς πρωταγωνιστές των ταινιών στο σινεμά.

Ήταν μια εποχή που ο κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει στην ταραγμένη μετεμφυλιακή  Ελλάδα που πάσχιζε κι αυτή να βρει την ταυτότητά της. Η κοινωνία ήταν συντηρητική και τα παιδιά μεγάλωναν μέσα σε φοβικά μικροκοινωνικά περιβάλλοντα. Υπήρχαν έντονες οι ταξικές διαφορές. Ήταν ακόμα, η εποχή  της αντιπαροχής, της αστυφιλίας αλλά και της μετανάστευσης. Όμως, στη γειτονιά, ακόμα και στα μικρά διαμερίσματα των λαϊκών  πολυκατοικιών, υπήρχαν θαλπωρή και αμεσότητα. Ήταν «ανοιχτά» τα σπίτια για να δεχθούν τον γείτονα, το φίλο, να του συμπαρασταθούν, να τον βοηθήσουν, αλλά και ενδεχομένως να τον σχολιάσουν.

Στα σπίτια έπαιζε πάντα το ραδιόφωνο, ξεκινώντας από την καθημερινή « πικρή – μικρή μου αγάπη» και όλες οι νοικοκυρές συμμετείχαν στα βάσανα των πρωταγωνιστών. Υπήρχε όμως και το θέατρο στο ραδιόφωνο που με μύησε ο πατέρας και με  βοήθησε να γνωρίσει τον Καμύ, τον Ευγένιο Ο Νηλ, τον Τένεσσυ Ουίλιαμς αλλά και τον Καμπανέλλη και τόσους άλλους μεγάλους, με τις φωνές της Αντιγόνης Βαλάκου και του Τζόγια, κλασικών πρωταγωνιστών που με ταξίδευαν με τις φωνές τους.  Υπήρχε και ο κινηματογράφος, στις δόξες του εκείνο τον καιρό. Ήταν η φτηνή διασκέδαση του κόσμου που ζούσε μέσα από τα πάθη και τους καημούς, τα μίση και τη δικαίωση των ηρώων.  Στο σχολείο δεν πολυμιλούσα, ήμουν προσεκτική, δεν ήθελα να γνωρίζουν τα πολιτικά πιστεύω της οικογένειάς της κι έπειτα ήμουν μπερδεμένη. Περισσότερο άκουγα. Άκουγα τις καινούργιες ταινίες που είχαν δει στο σινεμά τα άλλα κορίτσια. Εγώ έβλεπα μονάχα ταινίες τέχνης σοβιετικών δημιουργών των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν οι υπόλοιπες. Άκουγα τη λαμπερή συμμαθήτριά μου να αφηγείται λεπτομέρειες από οικογενειακά πάρτι, συγκεντρώσεις και ξεφαντώματα.  Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, όπως ήταν αναμενόμενο, σκόρπισε η τάξη. Τα περισσότερα παιδιά γράφτηκαν σε δημόσια  Γυμνάσια, όπως και η ίδια. Κάποια άλλα,  λιγότερα σε αριθμό, μεταξύ των οποίων και η συμμαθήτρια θα ξεκινούσαν να φοιτούν σε ιδιωτικό ξενόγλωσσο σχολείο.

Πολλά χρόνια πέρασαν. Τρομάζει κανείς στη σκέψη τους όμως οι θύμησες μαζί με το άρωμα της εποχής είναι ολοζώντανες. « Η μνήμη είναι το ημερολόγιο της ψυχής» έγραψε ο Όσκαρ  Ουάιλντ. Όμως επιλέγουμε τι και ποιους θυμόμαστε; Γεγονός είναι ότι δεν μας θυμούνται πάντοτε αυτοί που εμείς θυμόμαστε.  Έτσι, ακόμα περιμένω την αποδοχή, που ποτέ δεν θα γίνει.  Αλλά  κι αν ακόμα οι δύο ώριμες , σιτεμένες γυναίκες καταφέρναμε  να συναντηθούμε, πέρα από την πιθανή συγκίνηση, θα είχαμε άραγε κάτι να πούμε, κάποιο κοινό σημείο σύζευξης; Ή θα χανόμασταν μέσα σε κοινότυπες κουβέντες και ευγενικά χαμόγελα, για να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ ξανά;  « Φοβήθηκα τη μνήμη και τη σκότωσα» είπε ο Μ. Χατζηδάκης.  Όμως ο  Σεφέρης έγραψε σ’ ένα στίχο: « Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνεις ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».

13 Φεβρουαρίου 2020, ΒΣ  για το eWoman