Κάποιος μένει πάντα στον βυθό

Κάποιος μένει πάντα στον βυθό(pixabay)

Παίζει Μποφίλιου, το αγαπημένο «συνέχεια στα όρια».

Τραγουδάω δυνατά. Νιώθοντας την ένταση των στίχων να γίνεται ανατριχίλα στο δέρμα μου.

«Κάποιος μένει πάντα στον βυθό» τραγουδάω και το νιώθω. Κοπανάω το χέρι στο τιμόνι και μια χαρμολύπη βγαίνει από μέσα μου.

Περίεργο συναίσθημα αυτή η χαρμολύπη. Χαρά γιατί τραγουδάω και το νιώθω, λύπη γιατί κάτι «σκάβει» μέσα μου.

Παλιά σκεφτόμουν ότι ο στίχος αυτός σημαίνει πως σε έναν χωρισμό πάντα κάποιος μένει πίσω, να θυμάται, να πονάει, να αναρωτιέται.

Σε έναν χωρισμό, εκείνος που μένει στον βυθό είναι εκείνος που δεν μπορεί να συνεχίσει να κολυμπά, που δεν μπορεί να ξανανέβει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει.

Εκείνος που πνίγηκε χωρίς να αντιληφθεί πως η ζωή ρέει και εμείς την ακολουθούμε κολυμπώντας, ακόμα και όταν βουλιάζουμε.

Πάντα ο ένας από τους δύο μένει άρρηκτα συνδεδεμένος με τον άλλον.

Να αναρωτιέται τι δεν πήγε καλά.

Σε τι έφταιξε.

Τι θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα.

Να προβληματίζεται γιατί δεν αγαπήθηκε όπως αγάπησε.

Γιατί δεν τον λάτρεψαν όπως περίμενε.

Και είναι αυτή η αίσθηση του ανικανοποίητου, του αδικημένου, που μας κρατάει τελικά στον βυθό. Μας βαραίνει και δεν μας αφήνει να ξανανέβουμε στην επιφάνεια.

Πάντα κάποιος μένει πιο βαρύς.

Με δυσκολία ανασηκώνεται.

Με δυσκολία μαζεύει τα κομμάτια του.

Με δυσκολία θα ξεφορτωθεί τα βαρίδια του. Αν τα ξεφορτωθεί.

Αλλά σήμερα, ακούγοντας το τραγούδι ξανά, ένιωσα κάτι διαφορετικό.

Κι αν ο βυθός αυτός συμβολίζει τον εσωτερικό μας κόσμο;

Αν όποιος κοιτάξει κατάματα τον βυθό μέσα του, μήπως έχει μια ελπίδα να καταλάβει;

Να αξιολογήσει τι δεν πήγε καλά;

Να σηκώσει τις ευθύνες και τον εαυτό του και να επαναπροσδιορίσει;

Αυτός που πάει ως τον βυθό και αντέχει να μείνει εκεί, στο βάθος, όπου όλα τα σκοτεινά σημεία αποκτούν νόημα, αυτός ίσως να είναι και ο κερδισμένος της υπόθεσης.

Ναι πόνεσε και το ξέρει.

Ναι πνίγηκε και το άντεξε.

Ναι ένιωσε και κατάλαβε.

Κατάλαβε πως αυτό το βάρος που μας κρατάει στον βυθό δε χρειάζεται να το μεταφέρουμε και αλλού.

Δε χρειάζεται να περιμένουμε κανέναν να μας ξεφορτώσει από τα βαρίδια.

Γιατί αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι πως αυτά τα βαρίδια δεν θα τα αντέξουμε για πολύ και θα θέλουμε να τα φορτώσουμε αλλού, ώστε να τα αντέξει κάποιος άλλος.

Και μετά να τον αφήσουμε κείνον με τα βαρίδια, να πνίγεται στον δικό του βυθό, ανακουφισμένοι και ανάλαφροι, καθόλου υποψιασμένοι για το τι προκαλέσαμε στον άλλον.

Και άντε μετά ο άλλος να θέλει να ξανακούσει για βουτιές και για κολύμπι.

Και κάπου εκεί χάνουμε την μπάλα.

Γιατί αυτός ο άλλος θα θέλει να φορτώσει και εκείνος αλλού τα βαρίδια του.

Και κάπως έτσι πάντα κάποιος μένει και θα μένει στον βυθό. Περιμένοντας κάποιον να πάρει τα βαρίδια του.

Και κάπως έτσι συνεχίζουμε να μιλάμε για αγάπη.

Χωρίς να είμαστε έτοιμοι να αντιληφθούμε τι βάρη κουβαλάμε ήδη. Από προηγούμενες σχέσεις, από γονεϊκά πρότυπα, από παιδικά τραύματα.

Χωρίς να είμαστε έτοιμοι να βουτήξουμε στα αγριεμένα νερά της αγάπης, μέχρι να έρθει η γαλήνη.

Χωρίς να έχουμε διάθεση να ξαναβρεθούμε σε εκείνον τον βυθό.

Χωρίς να θέλουμε να βουτήξουμε σε εκείνο το μαζί.

Πάντα κάποιος δεν καταλαβαίνει το γιατί…

Γιατί πονάμε;

Γιατί αγαπάμε;

Γιατί αξίζει;