Κι έτσι γράψαμε την αρχή μιας γνωριμίας με τον εαυτό μας

Κι έτσι γράψαμε την αρχή μιας γνωριμίας με τον εαυτό μας(pexels)

Οι πόρτες άνοιξαν. Δειλά δειλά μα άνοιξαν. Βγήκαμε έξω, και περπατήσαμε στους δρόμους. Θα έχουμε να λέμε όμως πως το ζήσαμε και αυτό.Θα έχουμε επίσης να λέμε, πως περάσαμε μια περίοδο πρωτόγνωρης επαφής, με πράγματα και σκέψεις, που ενώ υπήρχαν μέσα μας, τα στριμώχναμε σε λέξεις.

Αργότερα, αύριο, μετά, θα δούμε. Το πιο ανώδυνο και πεζό οι ντουλάπες του σπιτιού μας, το πιο βαθύ και ίσως κάπως ανυπόφορο, οι σκέψεις τις ώρες της μοναξιάς.

Και τι δεν πέρασε απ' το μυαλό μας, τι δεν θυμηθήκαμε, και πόσο ανακούφιση νιώσαμε που τελικά δεν τα είχαμε ξεχάσει.

Βρήκαμε καινούργιους τρόπους να ξεφεύγουμε, πριν ήταν ένας καφές, η ένα ποτό, καθισμένες άνετα, σε μαγαζί του γούστου μας. Ντυμένες άλλοτε σινιέ, άλλοτε επιμελώς ατημέλητα, βγαίναμε να θαυμάσουμε και φυσικά το αντίστροφο. Εν μέσω όμως κοροναιού άλλαξε και αυτό. Οι ώρες εξόδου έγιναν πολύτιμες. Μας αρκούσε ο δρόμος, τα βήματα, που διαδέχονταν το ένα το άλλο, ο καθαρός αέρας, ο ήλιος που μας ζέσταινε στο πρόσωπο.

Και εκεί, πάνω στις πλάκες τη ασφάλτου, οι πρωτευουσιάνοι, η στους επαρχιακούς δρόμους οι εκτός πόλης, αφήσαμε τα σημάδια μας. Γράψαμε την αρχή, μιας καινούργιας γνωριμίας με τον εαυτό μας.
Ξεκίνησε σαν αστείο, σαν κοπάνα απ' το σχολείο, και κατέληξε ανάγκη και τρόπος ζωής.
Δεν έβλεπες τίποτα άλλο, εκτός αυτό που ανοιγόταν μπροστά σου, και ευθύς όλα ξεκαθάριζαν μέσα σου. Ήξερες τι να σκεφτείς, πως να το ταξινομήσεις, πως θα φροντίσεις τις ανάγκες σου.Ίσως γιατί αυτό που έκανες, δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο, εκτός απ' την προσοχή σου. Να μένεις συγκεντρωμένος, στο βήμα σου. Κάποιο πιο τυχεροί, ταξίδεψαν νοερά μέχρι την γραμμή του ορίζοντα, πάνω στο γαλάζιο κύμα που έσκαγε στα πόδια τους.

Πάντα ήταν για τους άλλους η καλοπέραση και η ομορφιά σκεφτόμασταν. Λες και το περπάτημα είναι ακριβό σπορ, ανήκει στους προνομιούχους.
Πόσο μας γέλασε το βάρος των υποχρεώσεων, η ανάγκη της πλαστικής ζωής. Ντυμένος με τα πιο απλά σου ρούχα, χωρίς κανένα φτιασίδωμα στο πρόσωπο τα μαλλιά πιασμένα πίσω, και όμως, η σιγουριά που σε έκανε να νιώθεις ήταν απίστευτη. Που ποτέ δεν την ένιωσες με τα τακούνια και το black dress.
Που τα χέρια του κομμωτή σου, δεν είχαν κάνει θαύματα. Που στα νύχια σου το cellac, είχε ξεθωριάσει.Η αίσθηση του εγώ σου απίστευτη, και όλα αυτά φυσικά, δεν τα είχε κάνει ο δρόμος η το περπάτημα. Αλλά το γεγονός πως έκανες κάτι για σένα, και επιτέλους σκεφτόσουν εσένα. Μια αλλαγή που φρόντισε να θυμάσαι, τώρα οι πόρτες άνοιξαν. Ο δρόμος θα σε περιμένει, μην ξεχάσεις να τον επισκεφτείς ξανά. Θα δεις, πως θυμάται τον ήχο των βημάτων σου, την γρήγορα αναπνοή σου. Οι σκέψεις σου έχουν μείνει εκεί, ανεξίτηλες στο χρόνο, εικόνες που ταξιδεύουν στο σύμπαν.