Σε γνώρισα, δεν σε χάνω. Σε ένιωσα, δεν σε αφήνω

Σε γνώρισα, δεν σε χάνω. Σε ένιωσα, δεν σε αφήνω

Η συνάντηση...

Ηθελημένα ή όχι, στοχευμένα ή μη, προγραμματισμένα ή «στα κουτουρού» οδηγηθήκαμε στο τέλμα και στην κενότητα. Άπληστοι και μιαροί, ρουφήξαμε κάθε ικμάδα αληθινής ζωής και χάσαμε τη ζωντάνια και το δυναμισμό της δημιουργίας. Κενός ο λόγος, άδεια η σκέψη, κούφια η ζωή.
Από λόγια άλλο τίποτε.

Γενικά, απροσδιόριστα, «του αέρος», πολλά λόγια από ανθρώπους «πανταχού παρόντες» και παντελώς απόντες από τον εαυτό τους και τον συνάνθρωπό τους.

«Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί».
Οδυσσέας Ελύτης

Η σκέψη στα αζήτητα, πίεση στον σκεβρωμένο τοίχο -ίσκιος του ίσκιου μας-, ασάλευτος και έτοιμος να σωριαστεί. Η ζωή απορφανισμένη, η ψυχή φτωχή και ερημίτρα, γιατί «πέρασε ο βάρβαρος και η άπιστη σπορά του».
Σταυρωτήδες των ονείρων και βιαστές της σκέψης.

«Σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας, μάς κλέβουν τη ζωή».
Τάσος Λειβαδίτης

Κι αποζητάμε τη γνώση ή τη γνωριμία. Τον ήλιο να ταξιδεύει δίπλα μας καίγοντας τα αγκάθια της ερημιάς, αποδιώχνοντας τη θλίψη κι αναζητώντας την ανταπόκριση.
Το όμορφο, το ωραίο και το αληθινό.
Στις στέρφες προσπάθειες του καημού και στην ονειρική ένωση ψυχών, βγαίνεις του ωραίου η δυνατή και της ζωής νικήτρα.

Και περιμαζώνεις τα έρμα του δέντρου κλώνια και τα γδυτά ξερόφυλλα, πεσμένα καταγής.
Σε γνώρισα, δεν σε χάνω. Σε ένιωσα, δεν σε αφήνω.
Ένα φως, μόνο φως, για να ροδοφέξει η μέρα.

«Στο λαμπρό σου κήπο οι στίχοι μου/ λεπτοκάμωτοι, ιλαροί,/ θάφευγαν αν είχανε φτερά/ φτερά σαν το πουλί. … Θα σπινθοβολούσανε προς τη/ γελαστή γωνίτσα σου πιστοί, αγνοί, σ’ εσέ κοντά./ Αν οι στίχοι μου φτερά είχανε, σαν του έρωτα φτερά».
Κωστής Παλαμάς