Εκείνες οι ζωές που σπαταλήθηκαν στο περίμενε μιας στιγμής

Εκείνες οι ζωές που σπαταλήθηκαν στο περίμενε μιας στιγμής

Πες μου για εκείνες τις ζωές που σπαταλήθηκαν στο περίμενε μιας και μόνης στιγμής.

Πες μου για εκείνες τις ανάσες που απεγνωσμένα ζητήθηκαν κάποτε, μα δε βρέθηκε ποτέ κανείς να τις δώσει.
Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε. Φύσαγε αλλά δεν έφτανε η πνοή του πιο πέρα από τον καθρέφτη του. Θόλωνε ο καθρέφτης, πέφτανε τα δάκρυα από την απελπισία. Δεν τα έβλεπε ποτέ κανείς. Υπήρχαν, όμως.

Κι αυτός… Αυτός είχε χέρια και πόδια δεμένα και μόνο μια καρδιά λιτή.
Λιτή και πλανεμένη.
Ελεύθερη να αγνοεί αποστάσεις, καταστάσεις, περιορισμούς.
Τι να το κάνεις; Δεν είχε πόδια να δραπετεύσει, δεν μπόραγε μονάχη της να πάει πουθενά.
Λούφαζε στην ασφαλή κουφάλα της και κόχλαζε το βραστερό της αίμα. Και την έκαιγε ολάκερη η φωτιά της. Αλλά τι να κάνει;
Περίμενε.

Περίμενε η καρδιά, περίμενε κι εκείνος.
Περίμενε υπομονετικά τη στιγμή του. Μια απειροελάχιστη στιγμή στον χρόνο που στο δικό του σύμπαν θα ήταν τα πάντα.
Θα ήταν αγκαλιές, θα ήταν κουβέντες, θα ήταν ανάσες μοιρασμένες στη μέση.
Τι τα θες. Η ζωή περνούσε και η στιγμή ολοένα κι έφευγε μακριά.
Άλλοτε πεισματικά τη διεκδικούσε. Πατούσε τα  πόδια στο χώμα και της ούρλιαζε «έλα». Κι εκείνη σα να φοβόταν το αγριεμένο μάτι του και πλησίαζε λιγάκι. Μίκραινε μιαν ανάσα το χαοτικό κενό.
Άλλοτε πάλι, απογοητευόταν. Έλεγε πως νικήθηκε. Τότε κατέβαζε τους ώμους και πνιγόταν στα δάκρυα. Δάκρυα που τα ‘θελε λυτρωτικά μα δεν ήταν.

Κι εκείνη η στιγμή, που μέσα του θα μέτραγε όσο χίλιες ζωές, του έπαιζε κρυφτό. Κι αυτός περίμενε. Γιατί ήταν η στόφα του να αγαπά και να περιμένει. Να δίνεται και να υπομένει. Να μοιράζεται και να ελπίζει. Τέτοιος ήταν. Κι έλεγε πως δε γίνεται, κάποτε θα αξιωθεί τη στιγμή του.
Του ανήκε διάολε, βασανίστηκε για να την έχει!

‘Ηρθε, δεν ήρθε, μην το ρωτήσετε. Κάπου εδώ χάνεται η κλωστή. Οι στιγμές που περιμένουμε ναρθούν είναι πληγές που αιμορραγούν πάντα κι αν ποτέ επουλωθούν, αρκεί κάτι μικρό για να ανοίξουν και πάλι.
Είναι σημάδια που δεν ξεπλένονται με δάκρυα, δε φεύγουν όσο κι αν τα τρίψεις. Είναι μυρωδιές που ποτίζουν το δέρμα σου γύρω από τον καρπό. Εκεί που φοράς το ρολόι και μετράς τον χρόνο που υπολείπεται… τον χρόνο που δεν ξέρεις αν σου φτάνει. Αλλά εσύ τον μετράς, μυρίζεις τον αέρα κι ελπίζεις.
Ελπίζεις για τη στιγμή σου. Ελπίζεις να σου φτάσει η ζωή για να σε φτάσει κι εκείνη…