Μη μου ζητάς να σ' αρνηθώ ζωή μου και πληγή

Μη μου ζητάς να σ' αρνηθώ ζωή μου και πληγή

Βαθύ χτυποκάρδι ο έρωτας.

Χαρακιά στην παλάμη η κάθε του ώρα. Σαν τη γραμμή της ζωής κι αυτός, του μέλλεται να συνεχίσει ως τον καρπό ή απότομα να κοπεί.
Γέλιο και δάκρυ.
Μνήμη… μνήμες…
Κορμιά εξαρτημένα το ένα από το άλλο.
Κορμιά δεμένα, κορμιά ενωμένα.

Δυο άνθρωποι που μοιραία συναντήθηκαν. Μοιραία επέλεξαν να είναι μαζί.
Κι ας μην ήταν ίδιοι. Ταίριαξαν τα αταίριαστά τους, πάλεψαν, παλεύουν…Κι ας λένε τις στιγμές του μεγάλου θυμού, τότε που όλα αντέχονται λίγο περισσότερο, πως δεν κάνουν μαζί.
Χώρια είναι λειψοί. Ένα χέρι, ένα πόδι, μισή καρδιά, μισή ανάσα…
Και καλά το χέρι και το πόδι… ζεις όμως με μισή ζωή;
Δε ζεις…
Δεν την αρνείσαι. Ζυγιάζεις τις πληγές, τις βρίσκεις λιγότερες από τα αυλάκια του έρωτα και συνεχίζεις.
Ζωή και πληγή μαζί…
Έτσι σου κλήρωσε, έτσι πορεύεσαι.

Γιατί αποφάσισες τούτον τον έρωτα, που -όπως και κάθε τι άλλο- δεν ξέρεις αν έχει αύριο, να τον ζήσεις.
Αρνήθηκες την αβεβαιότητα όλων των για πάντα κι επέλεξες εκείνη την τάραξη που προκαλεί στο κορμί σου αυτό που έχεις, αυτό το μετέωρο το “για όσο”.
Ας είναι κι έτσι. Βαριά η σκιά της μοναξιάς, δεν την αντέχεις… Βαρύ το ξημέρωμα όταν σε βρίσκει μόνο. Δεν το θες…
Θα το παλέψεις.
Θα παλέψεις για εκείνο το μαζί.

“Δεν πέφτουνε χρυσάφι μου τα κάστρα με ευχές” σου τραγουδά ο Μίλτος κι εσύ γεμίζεις τη φαρέτρα σου.
Σταυροφόρος για έναν έρωτα που λες ότι αξίζει κι ας είναι ζωή και πληγή μαζί.
Στρατιώτης για ένα αίσθημα που γεμίζει όσα είσαι κι όσα δεν πίστεψες ποτέ σου ότι θα έχεις.
Σημαιοφόρος ενός αγώνα που δεν έχει νικητές και ηττημένους. Έχει μόνο δυο ανθρώπους που δεν μπορούν να είναι χώρια. Ούτε και θέλουν…
Και δε θα είναι. Όσο βαστούν τα πόδια και η καρδιά τους, θα είναι μαζί να μετρούν χαρές, να μετρούν πληγές, να μετρούν στιγμές και να τις μνημονεύουν για ζωή.

Ζωή αληθινή, δίχως προστατευτικά, δίχως φόβους και φιλτραρισμένα αισθήματα.
Δίχως πεφταστέρια και ευχές, δίχως παραμύθια με πρίγκιπες και βασιλοπούλες.
Ωμά αισθήματα κι αυθεντικά. Κι όσο τα αντέξεις.
Λίγο, πολύ, δεν ξέρεις. Όσο θα χτυπά ανελέητα η καρδιά, θα είσαι εκεί.
Θα ανοίγεις τα χέρια διάπλατα… Θα παραξενεύεσαι με την αλήθεια τους.
Γιατί κάποτε χωρούσαν όλο τον κόσμο. Τώρα ο κόσμος όλος έγινε ένα πρόσωπο.
Μόνο αυτό χωράει εκεί μέσα. Κουμπώνει όπως πρέπει και ησυχάζει απ’ όλα.
Όπως ακριβώς ησυχάζεις κι εσύ κοντά του…
Άσε τους άλλους να το λένε θαύμα. Άσε τους να το πουν κι όνειρο ή και καταδίκη...
Εσύ ξέρεις καλά ότι είναι επιλογή…
Ζωή και πληγή μαζί…

Στεύη Τσούτση