Με τα μάτια θα μιλώ, που ξέρουν να σωπαίνουν

Με τα μάτια θα μιλώ, που ξέρουν να σωπαίνουν

Σε βρήκα πάλι σκυμμένη πάνω από τετράδια.

Έγραφες – έσβηνες, μουρμούριζες με τα μάτια σου, ναι με τα μάτια σου, αν είναι δυνατόν. Ήταν λέξεις τα δάκρυα, ανέβαιναν μέχρι τις βλεφαρίδες σου κι ύστερα τις έπνιγες κλείνοντάς τες σφιχτά.

Πάνω που απόρησα τι απέγινε το στόμα σου, το είδα πεταμένο στα σκουπίδια, το βαρέθηκες είπες, πολλή φασαρία για το τίποτα.

Με τα μάτια θα μιλώ, που ξέρουν να σωπαίνουν. Ενώ το στόμα μου, εκείνο αναστενάζει, είναι φλύαρο, βρίζει, οδύρεται. Προσεύχεται.

Δεν το θέλω το όνομά του μέσα στο στόμα μου πια. Κι αφού δεν μου κάνει τη χάρη να το καταπιεί, το ξεφορτώθηκα. Ούτως ή άλλως, άχρηστο μου ήταν. Δεν γελούσε, δεν φιλούσε, δεν άνοιγε παρά μονάχα για να πει το όνομά του.

Τι να το κάνω το όνομά του, αν το φωνάζω και δεν το ακούει, τι να το κάνω. Με τα μάτια θα μιλώ, που το όνομά του δεν το μαρτυρούν.

Τι γράφεις εκεί, σε ρώτησα.

Με κοίταξες μέσα από τις τσαλακωμένες βλεφαρίδες σου.

(Το όνομά του).

Πες το Αγάπη, πρόσταξα, θέλω να το ακούσω.

Κι έκλαψες.

Σοφία Ισμήνη

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ