Άνθρωποι που περνούν από δίπλα μας και μουρμουρίζουν ακατάληπτες λέξεις.
Άνθρωποι που κάποιοι τούς αποκαλούν τρελούς.
Άνθρωποι που ξεχωρίζουν από το ασυνήθιστο ύφος τους.
Άνθρωποι που κόλλησαν στο χθες.
Άνθρωποι που κουβαλούν τη δική τους ιστορία.
Έτσι ήταν κι εκείνη. Φαινομενικά έμοιαζε με μια συνηθισμένη γυναίκα μα αν πρόσεχες καλύτερα το ύφος της, ξεχώριζε η θλίψη που κουβαλούσε χρόνια τώρα.
Περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος με βήμα αργό. Συνήθως φορούσε ένα παλιό, σχεδόν φθαρμένο, φόρεμα.
Τα μαλλιά της που κάποτε ήταν λαμπερά, είχαν γεμίσει με πυκνές λευκές τούφες και η άλλοτε γεμάτη αγκαλιά της τώρα είχε απομείνει κενή.
Στα χέρια της κρατούσε μια φωτογραφία.
Ένα μικρό κορίτσι με τα μαλλιά κοτσίδες χαμογελούσε μέσα από το χαρτί.
Δεν ήταν πάνω από πέντε ετών.
Κάποιες φορές σταματούσε τους περαστικούς και τους έδειχνε τη φωτογραφία.
«Δεν είναι όμορφη;»
Ο κόσμος την κοιτούσε περίεργα. Η απόγνωση στο βλέμμα της τους έκανε να σαστίζουν. Κάποιοι της χαμογελούσαν συγκαταβατικά ενώ κάποιοι άλλοι τη φοβούνταν. Εκείνη δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Συνέχιζε τον καθημερινό της περίπατο χωρίς να επηρεάζεται από τις αντιδράσεις τους.
Μέχρι που μια μέρα ένας νεαρός της απηύθυνε τον λόγο.
«Ποια είναι;»
«Το κοριτσάκι μου».
«Και πού βρίσκεται τώρα;»
Το ύφος της άλλαξε απότομα. Σαν να είχε πέσει πάνω της κάποια ακτίνα του ήλιου που κατάφερε να την ξυπνήσει. Τον κοίταξε έντονα και ύστερα με ένα ύφος σίγουρο, σαν να εξηγούσε κάτι αυτονόητο, σήκωσε το χέρι της.
Ο δείκτης της έδειχνε επίμονα τον ουρανό. Ο νεαρός συννέφιασε. Πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του και είπε με σιγουριά:
«Είμαι σίγουρος πως οι άγγελοι είναι πολύ τυχεροί. Έχουν την πιο όμορφη παρέα».