Φωτογραφί-ΖΩ: Δυο πινελιές χρυσάφι

Φωτογραφί-ΖΩ: Δυο πινελιές χρυσάφι

Βρισκόταν ξανά στη Σύρο της, μετά από καιρό. Στο Κίνι, έναν τόπο μαγευτικό.

Τη στιγμή που έφτασε, ο ήλιος βουτούσε στα γκριζογάλανα νερά. Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος.
Βρισκόταν στο αγαπημένο τους μέρος. Αμέσως την κατέκλυσαν οι αναμνήσεις. Είχαν περάσει όμορφες στιγμές εκεί.
Όμως τώρα όλα είχαν χαθεί…

Πίστευε πως είχε βρει την ευτυχία. Την είχε αγγίξει, την είχε γευτεί.
Τον αγαπούσε πολύ. Την αγαπούσε κι αυτός. Σχεδίαζαν το μέλλον.
Η ευτυχία, όμως, κρατάει λίγο, έτσι δεν λένε;
Kι αυτή την έχασε σε μια στιγμή μέσα από τα χέρια της.

Εκείνο το καταραμένο βράδυ του Δεκέμβρη.
Επέστρεφαν σπίτι. Είχαν περάσει όμορφα, γελούσαν. Έβρεχε δυνατά, δυσκόλευε η ορατότητα.
 «Πρόσεχε!» πρόλαβε μόνο να του πει, πριν εκείνο το αμάξι τούς εμβολίσει τρέχοντας ιλιγγιωδώς.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος και φρένα που στρίγκλισαν.
Μετά σιωπή…

Ξύπνησε μόνη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.
Χωρίς εκείνον.
Εκείνος... Εκείνος είχε γίνει δυο πινελιές χρυσάφι στο ηλιοβασίλεμά τους.

Και τώρα πάλι εκεί. Μόνη...
Πονούσε ακόμη.
Με τους δισταγμούς και τους φόβους της, όμως, νικημένους πια, ένιωθε ανάλαφρη και γαλήνια.

Βούτηξε στα νερά και κολύμπησε στα βαθιά.
Στην άκρη, στο ηλιοβασίλεμα υπήρχε πλέον το χρυσάφι της.
Κάποτε θα το άγγιζε ξανά…