Λευκέ, θέλω κι εγώ να ζήσω

Λευκέ, θέλω κι εγώ να ζήσω

Είναι προφανές πως δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την απέχθεια που αισθανόμαστε με τις εικόνες της δολοφονίας του George Floyd, ενός άοπλου άντρα ο οποίος γεννήθηκε με μαύρο χρώμα, κάτι το οποίο ήταν η αιτία της θανατικής του καταδίκης.

Ο αστυνομικός από τη Minneapolis των ΗΠΑ, ήταν ένας στυγνός εγκληματίας ο οποίος βρήκε το εύκολο θύμα για να εξαντλήσει τις προσωπικές του ανασφάλειες και συμπλέγματα.
Ο δολοφόνος και όσοι συμφωνούν με αντίστοιχες πρακτικές ανήκουν σε ένα άλλο κόσμο. Σε έναν κόσμο γεμάτο μίσος, εγκληματικότητα, διακρίσεις, υποταγή και ανελευθερίες. Σε ένα κόσμο που θα πρέπει να εξαλειφθεί, γιατί δεν αντιπροσωπεύει κανένα ιδανικό από όσα θα έπρεπε να πρεσβεύει η ανθρωπότητα.

Στη μνήμη του George Floyd δε θα γράψουμε κάτι παραπάνω. Θα αφήσουμε στίχους να ταξιδέψουν μέχρι το σημείο της δολοφονίας του και από εκεί να περιπλανηθούν προς οποιονδήποτε στενάζει κάτω από το γόνατο ενός δυνάστη.
Και εκεί να του δώσουν λίγη πνοή πριν και το δικό του «δε μπορώ να αναπνεύσω». 

Μέσα στα δέντρα, μέσα στο σκοτάδι, φοράν κουκούλες άσπρες οι λευκοί, του νέγρου η καρδιά, πουλί που σπαρταράει και όλα τελειώνουν την αυγή (Για δυο δολάρια, Νεγρεπόντης Γ.)

Λευκέ θέλω κι εγώ να ζήσω, κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ, άνθρωπος ίσος με ίσο (Και αν συ λευκός, νέγρος εγώ, Νεγρεπόντης Γ.)

Ο γέρο νέγρο Τζιμ, σε βρωμικο χαντάκι, ε, γέρο νέγρο Τζιμ, τώρα η κορνέτα, πιο δυνατά ουρλιάζει (Ο γέρο νέγρο Τζιμ, Νεγρεπόντης Γ.)

Τι ξέρουν οι λευκοί απ’ το Χριστό, τι ξέρουν απ’ τα πάθη του, τι ξέρουν; (Ο νέγρος ο ζωγράφος, Νεγρεπόντης Γ.)

Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε (Μικρόκοσμος, Χικμέτ Ν.)

Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει. Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν και χάνονται βαθιά στα περασμένα. Το φασισμό βαθιά κατάλαβε τον. Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον. (Ο Φασισμός, Λάδης Φ.)

Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω. (Και ήθελε ακόμη, Αναγνωστάκης Μ.)

Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροκαμωμένα, δεν είναι για τα πόδια σου φεγγάρι, ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο, περπάτησαν το θάνατο, μπάρμπα φεγγάρι το θάνατο δίχως να σκοντάψουν
(Φεγγάρι, Ρίτσος Γ.)

Καλό ταξίδι αγαπημένοι μου στίχοι!